Επιβίωσις στη Θάλασσα!
Η ενδιαφέρουσα αφήγησις ενός νεαρού ανδρογύνου που επέζησαν σε μια από τις χειρότερες συμφορές της ιστορίας που έγιναν στη θάλασσα
ΔΕΝ ήμουν παρά 14 ετών κορίτσι όταν, στις 15 Μαρτίου 1988, το πολυτελές πλοίο Βίλχελμ Γκουστλόφ, που είχε εγκωμιασθή από το Ναζιστικό βασίλειο της Γερμανίας ως «πλοίο της χαράς,» ανεχώρησε για το παρθενικό του ταξίδι. Θεωρήθηκε ως ένα τεχνολογικό θαύμα, που δεν θα μπορούσε ποτέ να βυθισθή! Παρά το μεγάλο μέγεθος του, μπορούσε να μεταφέρη 1.465 επιβάτες και 426 μέλη του πληρώματος γρήγορα στον προορισμό τους.
Επτά χρόνια αργότερα ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εισήλθε στο τελικό του στάδιο. Το ανατολικό μέτωπο της Γερμανίας κατέρρευσε τον Ιανουάριο του 1945, κάνοντας χιλιάδες πρόσφυγες από την Ανατολική Πρωσσία να σπεύδουν για ασφάλεια. Αλλά επειδή οι οδικές και οι σιδηροδρομικές συγκοινωνίες με την κυρίως Γερμανία είχαν διακοπή, μόνο η θάλασσα απέμενε ως οδός διαφυγής. Κάθε τι που επέπλεε, περιλαμβανομένου και του Βίλχελμ Γκουστλόφ, ετέθη σε υπηρεσία. Εκείνο τον καιρό ήταν αγκυροβολημένο στην Γκδύνια της Πολωνίας (τότε εκαλείτο Γκότενχαφεν), και χρησιμοποιείτο για κατοικία των μελών του Γερμανικού ναυτικού. Ζούσαμε στο Γκότενχαφεν, και ο σύζυγος μου, ο Κουρτ, έμενε μέσα στο πλοίο.
Φυγή για Ασφάλεια
Η πόλις ήταν γεμάτη από πρόσφυγες, από τους οποίους οι περισσότεροι είχαν εντελώς εξαντληθή από τη συνεχή πεζοπορία επί μέρες πάνω στο χιόνι με βαρειές συσκευές πάνω στους ώμους των. Φαινόταν ότι όλοι σκόπευαν να επιβιβασθούν στο Γκουστλόφ, διότι είχε καλή θέρμανσι και είχε αποθέματα ζεστής τροφής. Προφανώς εγγυάτο ένα μέτρο ασφαλείας. Αλλά τα εισητήρια ήσαν σπάνια και γρήγορα πωλήθηκαν στη μαύρη αγορά. Ένας έμπορος από τη γενέτειρα μου ανεπιτυχώς προσπαθούσε να δωροδοκήση τον σύζυγο μου για να πάρη εισητήρια γι’ αυτόν και την οικογένεια του, μολονότι είχαν ήδη εξασφαλίσει θέσεις σ’ ένα άλλο πλοίο. Ωστόσο, κατάφερε με κάποιον τρόπο να επιβιβασθή, όπως αργότερα μας είπε υπερήφανα.
Το πλοίο ήταν πάρα πολύ φορτωμένο, επειδή επετράπη σε χιλιάδες πρόσφυγες να επιβιβασθούν. Στην αρχή, κατεγράφοντο, αλλ’ αργότερα αυτό ήταν αδύνατον. Έτσι, ο τελικός αριθμός των ατόμων που επιβιβάσθηκαν είναι αυστηρώς υποθετικός. Μερικοί υποθέτουν ότι υπήρχαν 6.500 άτομα, αλλά μπορεί να ήσαν και περισσότεροι. Πολλοί επιβάται εκοιμούντο στους διαδρόμους· έτσι, μας ζήτησαν να μοιρασθούμε την καμπίνα μας με άλλους. Μια μητέρα με δύο παιδιά ήλθε στην καμπίνα μας και, μολονότι αυτό σήμαινε ότι θα ήμασταν στενόχωρα, μας έδωσε το ωραίο αίσθημα να γνωρίζωμε ότι κάναμε κάτι για να κάνωμε το ταξίδι όσο το δυνατόν πιο άνετο σε άλλους.
Στεκόμασταν στο κιγκλίδωμα εκείνο το απόγευμα της Τρίτης, στις 30 Ιανουαρίου 1945, καθώς το πλοίο ξεκίνησε στις μία η ώρα. Ήταν θλιβερό να βλέπη κανείς μια ηλικιωμένη γυναίκα γονατισμένη στην αποβάθρα, έχοντας τις αποσκευές δίπλα της, ενώ παρακαλούσε δυνατά: «Καπετάνιε, πάρε με κι εμένα! Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!» Αλλά ήταν πολύ αργά γι’ αυτήν.
Πώς Σωθήκαμε
Στις επτά το απόγευμα, άνοιξα το φινιστρίνι, για να μπη λίγος καθαρός αέρας. Κοιτώντας έξω στο σκοτάδι, έβλεπα τα χαραγμένα νερά και αισθανόμουν τον ψυχρό θαλάσσιο αέρα. Μικρά παχυά κομμάτια πάγου επέπλεαν στο νερό. Η θερμοκρασία ήταν μηδέν βαθμοί Φαρενάιτ (-18 βαθμοί. Κελσίου).
Ήταν το πρώτο μου ταξίδι και η σκέψις ότι βρισκόμουν μακρυά στη Βαλτική θάλασσα με τρόμαζε. Πολλοί επιβάται είχαν πάθει ναυτία· εστέκοντο σε μεγάλες σειρές μπροστά από τους χώρους ανακουφίσεως, οι οποίοι ήδη μύριζαν από εμετό. Ήταν μια αξέχαστη νύχτα. Αν μπορούσα να φαντασθώ τι θα συνέβαινε!
Επειδή υπήρχε ο κίνδυνος να μας επιτεθούν Ρωσικά υποβρύχια, μας είπαν να μη βγάλωμε τα σωσίβια μας, ακόμη και όταν τρώγαμε, και να παραμείνουμε έτσι όλη τη νύχτα. Μπορώ ακόμη να θυμηθώ πόσο στενόχωρα αισθανόμουν φορώντας το σωσίβιο μου στην τραπεζαρία. Την ώρα του ύπνου δεν έβγαλα τα εσώρουχα μου και τις κάλτσες μου και τοποθέτησα το φόρεμα μου πολύ κοντά για να μπορώ γρήγορα να το φθάσω. Δυστυχώς, πολλοί επιβάται απέτυχαν να πάρουν στα σοβαρά την προειδοποίησι όπως έκανα εγώ.
Ξαφνικά στις εννέα και 16 λεπτά ξυπνήσαμε απότομα. Τρείς τορπίλλες έπληξαν το πλοίο. Τώρα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Έπρεπε ν’ ανέβωμε στην κορυφή του καταστρώματος όσο το δυνατόν πιο γρήγορα! Πού ευρίσκετο η πλησιέστερη έξοδος; Ευτυχώς, γνωρίζαμε την ακριβή της τοποθεσία. Μέσα σε δευτερόλεπτα, οι διάδρομοι γέμισαν ασφυκτικά. Εκατοντάδες άτομα πάλευαν να βρουν τον δρόμο για ν’ ανέβουν επάνω. Αγωνίζοντο για τη ζωή τους. Εμείς φύγαμε μαζί με τους άλλους, χωρίς να πάρωμε τίποτα μαζί μας.
Για να μη βυθισθή το πλοίο, τα στεγανά μέρη του πλοίου σε μερικά από τα 12 υδατοστεγή διαμερίσματα του, κλείσθηκαν αμέσως. Αυτό σήμαινε βέβαιο θάνατο για όσους ευρίσκοντο ακόμη εκεί, διότι τώρα όλοι οι δρόμοι διαφυγής είχαν διακοπή. Γι’ αυτούς ο θάνατος ήλθε γρήγορα, ενώ για άλλους σταδιακά, σιγά σιγά. Μερικοί, δεν μπόρεσαν να φθάσουν στο πάνω μέρος του πλοίου επειδή έκειντο τραυματισμένοι ή ζαλισμένοι κάπου μέσα στο πλοίο. Άλλοι από απελπισία—πόσοι δεν γνωρίζω—αυτοκτόνησαν.
Εν τω μεταξύ, είχαμε φθάσει στο παγωμένο κατάστρωμα, γνωρίζοντας ότι το πλοίο, που τώρα έγερνε πολύ προς τη μια πλευρά, δεν θα μπορούσε να συνεχίση να επιπλέη για πολύ ακόμη. Κοντά σ’ εμάς εστέκετο ένας νεαρός ναύτης, ο οποίος, αν και ήταν κίτρινος από τον φόβο, φώναζε συνεχεία με μια σταθερή φωνή: «Δεν υπάρχει λόγος για να πανικοβάλλεσθε. Πλοία διασώσεως θα έλθουν πολύ σύντομα. Κρατήστε την ψυχραιμία σας.» Τον θυμάμαι ακόμη. Έκανε το καλύτερο που μπορούσε για να καθησυχάση τους επιβάτες. Πράγματι, ενδιεφέρετο ανιδιοτελώς για τη σωτηρία των άλλων.
Εν αντιθέσει μ’ αυτόν, υπήρχε μια γυναίκα η οποία συνεχώς θρηνούσε: «Οι βαλίτσες μου! Οι βαλίτσες μου! Τα κοσμήματα μου! Όλα τα κοσμήματα μου βρίσκονται εκεί στην καμπίνα. Έχασα τα πάντα!» Αλλά θυμάμαι ότι αναρωτιόμουν αν η ζωή πράγματι έχη λιγώτερη αξία από τα κοσμήματα.
Ακριβώς μπροστά από μας είδα τον έμπορο που ανέφερα προηγουμένως, ο οποίος είχε καταφέρει ν’ ανέβη επάνω στο Γκουστλόφ. Στηριζόταν σε μια μικρή βάρκα, καπνίζοντας το «τελευταίο τσιγάρο,» όταν η βάρκα ξαφνικά γλίστρησε, στέλνοντας αυτόν και ολόκληρη την οικογένεια του, που έβγαζαν δυνατές κραυγές καθώς γλιστρούσαν πάνω στο κατηφορικό κατάστρωμα, στα σκοτεινά νερά, που ήδη είχαν γεμίσει από σώματα που κολυμπούσαν.
Η θέσις μας πολύ γρήγορα έγινε κρίσιμη. Ο Κουρτ κι εγώ είχαμε παντρευθή πριν από λίγο καιρό και αγαπιόμασταν πολύ. Δεν θέλαμε να πεθάνωμε!
«Βλέπεις εκείνη τη μικρή σχεδία εκεί;» μου έδειξε ο Κουρτ. «Πρέπει να προσπαθήσωμε να φθάσωμε εκεί. Αυτή η σχεδία θα μας σώση.»
Πράγματι, είδα ότι η σκέψις ήταν σωστή, αλλά είδα και τα παγωμένα νερά. Μολονότι είχα ντυθή ζεστά—μακρύ παντελόνι, χειμωνιάτικο παλτό, και γάντια—ολόκληρο το είναι μου επαναστατούσε στη σκέψι να πηδήσω. Άρχισα να κλαίω. Ξαφνικά, ο σύζυγος μου μ’ έσπρωξε πάνω στο κιγκλίδωμα. Τώρα μόνο η κατωφερής πλευρά του πλοίου μας χώριζε από το νερό. Τι μας περίμενε κάτω; Πάλι δίσταζα. Ο σύζυγος μου προσπάθησε να με συνετίση: «Αν δεν πηδήσουμε τώρα, θα χαθούμε!» φώναξε.
Για μια στιγμή σταθήκαμε αγκαλιάζοντας σφικτά ο ένας τον άλλο. Κατόπιν χέρι με χέρι, σαν ν’ ανεβαίναμε σε μια πίστα για ‘τόμπογκαν,’ γλιστρήσαμε πάνω στην παγωμένη πλευρά του πλοίου πριν πέσωμε στο κενό για να ταξιδέψωμε ποιος ξέρει πόσο μακρυά. Το παγωμένο νερό μάς έκοψε την αναπνοή καθώς πέσαμε επάνω σ’ αυτό. Αλλά όταν τελικά ανεβήκαμε στην επιφάνεια, ήμαστε πάλι μαζί, η σχεδία ήταν εκεί κοντά!
Ήδη τα πόδια μου και οι βραχίονες μου είχαν σχεδόν παγώσει. Ήταν συνετό το ότι είχα ντυθή τόσο ζεστά, επειδή αργότερα διαπιστώσαμε ότι πολλά από τα θύματα είχαν παγώσει με αποτέλεσμα να πεθάνουν από τα ψυχρά νερά. Τρεις άνδρες ευρίσκοντο πάνω στη σχεδία που θα μπορούσαν να μας ανεβάσουν επάνω. Εκεί καθήσαμε—τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα σε μια σχεδία στη μέση της Βαλτικής Θαλάσσης. Τι θα συνέβαινε τώρα;
Ακριβώς μια ώρα είχε περάσει από τότε που οι τορπίλες μας είχαν κτυπήσει. Ξαφνικά, για κάποια ανεξήγητη αιτία, όλα τα φώτα πάνω στο Γκουστλόφ άναψαν πάλι. Τότε, λάμποντας στο έπακρον, σαν να επρόκειτο να επαληθεύση το όνομα του «πλοίο της χαράς,» βυθίσθηκε. Εκείνο που έμεινε μόνο ήταν τα παγωμένα νερά, ο θυελλώδης άνεμος, το απόλυτο σκοτάδι, η απελπιστική κατάστασις!
Η Διάσωσις
Μέσα στο σκοτάδι διακρίναμε ένα πλοίο. Οι ελπίδες μας αυξήθηκαν. Οι άνδρες τραβώντας κουπί με όλη τους τη δύναμι, μας ωδήγησαν πιο κοντά. Μπορούσαμε τώρα να δούμε τη μορφή του πλοίου πιο καθαρά. Η διάσωσις ήταν κοντά. Και τότε κάτι πολύ τρομακτικό συνέβη! Εκείνη τη στιγμή—αν και δεν το ξέραμε τότε—ένα υποβρύχιο ανάγκασε το πλοίο να εγκαταλείψη τη θέσι του, εγκαταλείποντας μας!
Αφού είχαμε μείνει στη μικρή σχεδία επί μια ώρα και πλέον, είδαμε πάλι ένα πλοίο, ένα τορπιλλοβόλο που είχε ως χαρακτηριστικό γνώρισμα το Τ-36. Περιεβάλλετο από σχεδίες και άτομα που κολυμπούσαν. Μπορούσαμε να ελπίζωμε; Πλησιάσαμε πιο κοντά, αλλά δεν μπορούσαμε να φωνάξωμε για βοήθεια· είχαμε βραχνιάσει πάρα πολύ. Όσο οι ελπίδες μας αυξάνοντο, τόσο μεγάλωνε η απόφασίς μας να υπομείνουμε. Σύντομα είδαμε άτομα να κινούνται πάνω στο πλοίο. Κατόπιν ακούσθηκε η φωνή κάποιου: «Η κυρία πρώτα.»
Με τράβηξαν από την παγωμένη πλευρά του πλοίου. Μόλις με ανέβασαν στο πάνω μέρος του πλοίου δεν μπορούσα να περπατήσω. Με άφησαν να γλιστρήσω μέσα στο πλοίο, όπου κάποια εξυπηρετικά χέρια μου έβγαλαν τα βρεγμένα και μερικώς παγωμένα ρούχα. Με τύλιξαν με ζεστές μάλλινες κουβέρτες και με ωδήγησαν σε μια κουκέττα. Εκεί μου έδωσαν κάτι ζεστό να πιω.
Αλλά η αγωνία μου δεν σταμάτησε. Η διάσωσις είχε διακοπή απότομα καθώς σπεύσαμε ν’ απομακρυνθούμε για ν’ αποφύγωμε μια πιθανή επίθεσι υποβρυχίου. Εξερρηγνύοντο βόμβες βυθού. Στον ήχο κάθε εκρήξεως, πεταγόμουν από την κουκέττα μου και προσευχόμουν να πεθάνω καλύτερα παρά να γυρίσω πίσω στο παγωμένο νερό.
Αλλά τι συνέβη με τον Κουρτ; Λίγα λεπτά μετά τη διάσωσί μου, η βάρκα γύρισε και απομακρύνθηκε. Εκείνον τον είχαν περισυλλέξει; Όταν ο γιατρός με πλησίασε για να με ρωτήση πώς ήμουν, του είπα ότι δεν χρειαζόμουν βοήθεια, αλλά ρώτησα αν μπορούσε να δη αν ο σύζυγος μου ήταν στο πλοίο. Μου υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να μάθη. Πόσο ανακουφίσθηκα όταν λίγο αργότερα άκουσα από το μεγάφωνο: «Προσοχή! Ένα μήνυμα για την Κυρία Χάμπις. Ο σύζυγος σας είναι ασφαλής και βρίσκεται στο δωμάτιο . . . » Ξεχνώ τον αριθμό του δωματίου τώρα.
Έβαλα ό,τι ρούχα βρήκα μπροστά μου, επειδή τα πράγματα μου ευρίσκοντο στο μηχανοστάσιο για να στεγνώσουν. Ο Κουρτ θα έμεινε έκπληκτος όταν είδε ξαφνικά τη σύζυγο του να στέκη μπροστά του φορώντας τη στολή του πρώτου υποπλοιάρχου! Για πολλή ώρα κανένας από τους δυο μας δεν μιλούσε. Καθόμαστε εκεί, κρατώντας σφικτά ο ένας τον άλλον. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψωμε. Είχαμε σωθή!
Πατάμε σε Στερεό Έδαφος
Σύμφωνα με τις στατιστικές, μόνο 800 με 900 άτομα διασώθησαν. Το πλοίο που μας έσωσε είχε περισυλλέξει 564 επιζώντες. Τι συγκινητική ήταν η στιγμή όταν αφήσαμε το πλοίο στο Σάσνιτζ και απολαύσαμε για μια φορά ακόμη το αίσθημα να πατούμε σε στερεό έδαφος!
Υπήρχαν πολλές αξιοσημείωτες διασώσεις και συγκινητικές επανενώσεις. Μια τραυματισμένη γυναίκα, που ήταν στενοχωρημένη για τα χαμένα παιδιά της, τα βρήκε και τα τέσσερα ζωντανά. Χαρήκαμε επίσης για μια μητέρα και για το μωρό της, ηλικίας 6 μηνών, που επέζησαν απ’ αυτή τη δοκιμασία χωρίς να πάθουν τίποτα. Πόσο ευγνώμονες ήμεθα που βρισκόμαστε μεταξύ των επιζώντων σ’ ένα από τα χειρότερα ναυάγια της ιστορίας! Είχαμε χάσει όλα τα υλικά μας υπάρχοντα σ’ εκείνο το έκτο έτος του παγκοσμίου πολέμου—ενδύματα, υφάσματα, κοσμήματα και σπουδαία χαρτιά, πιστοποιητικά, διπλώματα, βιβλιάρια καταθέσεων. Αλλά ήμασταν ζωντανοί! Περίπου 5.000 ή 6.000 άλλα άτομα δεν είχαν αυτή την τύχη. Αναρωτιόμουν γιατί. Γιατί; Γιατί;
Η Απάντησις
Επί εβδομάδες μετά απ’ αυτό, άκουγα ακόμη εκείνες τις τρομακτικές κραυγές, το βουητό του νερού, τη λυπητερή βοή του ανέμου. Η ζωή πρέπει να είναι πολύτιμη και αξιόλογη πράγματι, σκεπτόμουν, αφού κανείς δεν θέλει να πεθάνη.
Αν και πίστευα στον Θεό και ο σύζυγος μου σεβόταν τη Βίβλο, δεν ήμασταν θρησκευόμενα άτομα. Ωστόσο η ερώτησις που με απασχολούσε, ήταν: «Πώς μπόρεσε ο Θεός να επιτρέψη να συμβή μια τέτοια τραγωδία;» Με ειλικρίνεια ζητούσα μια απάντησι και αυτή η απάντησις ήλθε, μολονότι πέρασαν 10 χρόνια από τότε.
Μέσω μιας Γραφικής μελέτης με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, έμαθα ότι ο Θεός προσωρινά μόνο επιτρέπει τέτοιες τραγωδίες που προκαλούνται από ανθρώπινη βία. Και τούτο για ένα λόγο, όπως έμαθα από τη Γραφή. Σύντομα, όμως, κάτω από την κυβέρνησι της βασιλείας του Θεού, αυτά τα θλιβερά γεγονότα δεν θα συμβούν ποτέ πάλι. Έμαθα ότι μια παγκόσμια αλλαγή πλησιάζει!
Η Βίβλος καθαρά διδάσκει ότι ο Παντοδύναμος Θεός θα εισαγάγη τη δίκαια κυβέρνησί του τερματίζοντας αυτό το διεφθαρμένο σύστημα. Πολύ ξαφνικά, και, για πολλούς, το ίδιο απροσδόκητα όπως βυθίσθηκε και το Γκουστλόφ, ολόκληρο το παγκόσμιο πονηρό σύστημα θα καταστραφή. (Δαν. 2:44· 1 Ιωάν. 2:15-17· 2 Πέτρ. 3:7) Αλλά ήμουν επίσης ευτυχής όταν έμαθα ότι ο Θεός κάνει άφθονες προμήθειες ώστε εκείνοι που πραγματικά επιθυμούν να επιζήσουν, και που θέλουν να κάνουν τα αναγκαία βήματα προς αυτή την κατεύθυνσι, θα επιζήσουν απ’ αυτή την καταστροφή για ν’ απολαύσουν το δίκαιο νέο σύστημα πραγμάτων που θ’ ακολουθήση.—2 Πέτρ. 3:13· Αποκάλ. 21:3, 4.
Σήμερα, 30 χρόνια αργότερα, ο σύζυγος μου κι εγώ δεν έχομε ξεχάσει τους ανθρώπους που μας βοήθησαν να σωθούμε. Υποκινούμενοι από ένα πνεύμα υποβοηθήσεως και με κίνδυνο της ζωής τους, εκρέμοντο σε σχοινιά και σχοινένιες σκάλες πάνω από την επιφάνεια της θαλάσσης και περιμάζευαν μισοπεθαμένα πτώματα από την ταραχώδη και παγωμένη θάλασσα. Το ζωοσωτήριο έργο τους είχε ως αποτέλεσμα να σωθούν πολλά άτομα από βέβαιο θάνατο. Οι ανιδιοτελείς και ολοκάρδιες προσπάθειες τους αποτελούν θαυμάσιο παράδειγμα για μας σήμερα, διότι, κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού, κι εμείς, επίσης, μπορούμε να βοηθήσωμε άτομα να σωθούν από βέβαιο θάνατο στην επερχόμενη παγκόσμια καταστροφή. Τώρα που τα τρία μας παιδιά έχουν μεγαλώσει, δαπανούμε όλο τον χρόνο μας σ’ αυτό το σπουδαίο έργο κηρύγματος. Ο σύζυγός μου υπηρετεί ως περιοδεύων επίσκοπος των Μαρτύρων του Ιεχωβά από το 1971.
Η επιθυμία μας, αν είναι θέλημα του Ιεχωβά, είναι ν’ αποκτήσωμε ζωή στο νέο του σύστημα και να γνωρισθούμε με μερικούς από τους συνεπιβάτες μας στο Γκουστλόφ, οι οποίοι δεν ήσαν μεταξύ των επιζώντων. Αυτή την ελπίδα τη βασίζομε στην υπόσχεσι της Γραφής στην Αποκάλυψι 20:13: «Και έδωκεν η θάλασσα τους εν αυτή νεκρούς.» Έπειτα, σ’ εκείνη την ευτυχισμένη ημέρα της αναστάσεως, ελπίζομε να μπορέσουμε να τους μιλήσωμε για τα αγαθά νέα, ότι η βασιλεία του Θεού κυβερνά, κάτω από την οποία μπορούν ν’ απολαύσουν ασφάλεια και να έχουν την ευκαιρία ν’ αποκτήσουν αιώνια σωτηρία.—Από συνεργάτη
g78 22/10 16-20