Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε στην Αθήνα ένας Αλβανός που γύριζε στα διάφορα σπίτια των χριστιανών και μάζευε τον καθιερωμένο κεφαλικό φόρο, το χαράτσι. Ονομαζόταν Κιουλάκ Βογιατζή. Ήταν περίπου δύο μέτρα ψηλός και το άγριο πρόσωπό του ήταν κατάμαυρο και βλογιοκομμένο.
Οι Έλληνες μόνο που τον έβλεπαν, τους κοβόταν η ανάσα. Ο λόρδος Βύρωνας, ο οποίος τον γνώρισε από κοντά, γράφει ότι «έμοιαζε σαν δαίμονας που ξεπήδησε από την κόλαση» κι ότι τα παιδιά πάθαιναν ίλιγγο τρόμου, όταν τον αντίκριζαν, ξαφνικά, μπροστά τους».
Ο Κιουλάκ Βογιατζή κρατούσε πάντοτε στα χέρια του ένα κοντόχοντρο κόπανο και με αυτόν απειλούσε τους χριστιανούς. Έλεγε, δηλαδή, ότι θα τους σπάσει το κεφάλι αν δεν του έδιναν μια χρυσή λίρα ή δυο φλουριά, όπως απαιτούσε ο κεφαλικός φόρος κάθε έξι μήνες. Ο Αλβανός, όμως, αυτός ήταν τόσο κουτός ώστε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα διάφορα νομίσματα της εποχής εκείνης.
Έτσι, πολλούς Έλληνες, που δεν είχαν να πληρώσουν, του έδιναν μερικές μπρούτζινες δεκάρες που τις γυάλιζαν προηγουμένως για να φαίνονται χρυσές και τον ξαπόστελναν. Από τότε λοιπόν έμεινε η φράση που λέμε, συνήθως για τους ελαφρόμυαλους. Μπογιατζής δεν ήταν άλλος από το Κιουλάκ Βογιατζή με τον κόπανό του, που είχε πολλή δύναμη και λίγο μυαλό.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.