«Η συνοικία της Κυψέλης είνε νέα. Όλα εκεί πάνω είνε καινούργια. Δεν έχουν καθόλου ιστορία. Προπολεμικώς στο κέντρο της, όπου τώρα απλώνεται η νέα πλατεία με τ’ άνθη της και με τα πλήθη των καρεκλών, υπήρχαν έρημες ανηφοριές, μια ρεμματιά και απάτητοι γκρεμοί. Σπίτια δεν υπήρχαν σ’ αυτά τα μέρη. Ούτε κέντρα φυσικά, ούτε γλεντζέδες. Αραιά και που εδιάβαιναν άνθρωποι που πήγαιναν κατά το Γαλάτσι. Κάπου-κάπου έφθανεν ως εκεί και καμμιά φτωχογυναίκα για να μαζέψη αγριολάχανα.
Τώρα σ’ εκείνες τις παλαιές ερημιές είνε η ωραία πλατεία με τα κέντρα της, τα μεγάλα καφενεία, ταβερνεία, κινηματοθέατρο… Τίποτε πια δεν λείπει στον κάτοικο της Κυψέλης που θέλει να διασκεδάση. Τα έχει όλα γύρω στην πλατεία του.
Μόλις ανεβαίνουμε προς την Κυψέλη βλέπουμε ην πρόοδο της συνοικίας αυτής. Τα κέντρα της αυξάνουν και πληθύνονται. Τώρα μάλιστα που η διπλή γραμμή του τραμ ετοιμάσθη πια, η συγκοινωνία επυκνώθη και ο δρόμος έγινε βατός και πολυσύχναστος. Η οδός Κυψέλης κατέστη πια μια σπουδαία αρτηρία της πόλεως και ολοένα αποκτά νέα μαγαζιά και νέα κέντρα.
Πριν ακόμη πάρουμε τον ανήφορο μια νέα ταβέρνα ετοιμάζεται: «Η παπαρούνα» θ’ ανοίξη μόλις ψηθούν οι νέοι μούστοι. Μα παραπάνω στην οδόν Κυψέλης μας καλεί ανοικτή και φωτισμένη, με πλήθος καρέκλες μεταξύ σωρών ξύλων και κάρβουνων η ταβέρνα «Η ρομάντσα». Είνε και αυτή κατά το σύστημα των παλαιών Αθηναϊκών μαντρών: Καρβουνοξυλάδικο και κρασοπουλειό μαζί. Και κάθε βράδυ η «Ρομάντσα» γεμίζει από ρομαντικούς πότας. Η μάνδρα γίνεται πηγή τραγουδιού και κεφιού της γειτονιάς.
Προχωρούμε. Παραπάνω το καφεζυθοπωλείον Παπαδούκα «Το Νέον Κέντρον» γεμάτο κόσμο. Κι’ άλλα μικρότερα μαγαζάκια μαζεύουν τους Κυψελιώτες κατά τα βράδυα. Η οδός Κυψέλης έχει πια κόσμο πολύ και κέντρα άφθονα.
Αλλ’ ας βρεθούμε πια στην μεγάλη πλατεία, στο τέρμα του τραμ. Εκεί είνε το κοσμικό κέντρον της Κυψέλης. Δεν μοιάζει εκεί πάνω σαν Αθηναϊκή συνοικία με το γνωστό στυλ. Μοιάζει πιο πολύ με το κέντρο περιποιημένης και πλούσιας μικρής πόλεως. Σαν να βρίσκεται κανείς σε μια άλλη κοινωνία, σε μια άλλη πολιτεία, ήσυχη και ευγενική.
Στη μέση της πλατείας κήπος με άνθη. Αν και ακόμη τα παρτέρια φαίνωνται νέα και τίποτε δεν έχει φουντώση. Στο κάτω δε μέρος μια προέκτασις της πλατείας μόλις τώρα ισοπεδώνεται για να γίνη κι’ αυτή ωραίος ανθόκηπος.
Γύρω-γύρω στη νεογέννητη πλατεία της Κυψέλης κέντρα μεγάλα και μικρά είνε αραδιασμένα κ’ εξαποστέλλουν πλήθη καρεκλών στα πεζοδρόμια της πλατείας πλάι στα παρτέρια. Μια νέα καρεκλο-πλατεία του Συντάγματος γεννιέται εκεί πάνω. Μόλις εξεφύτρωσαν τ’ άνθη στα παρτέρια, εξεφύτρωσαν πολύ περισσότερες καρέκλες…
Στην κάτω πλευρά της πλατείας είνε ο μεγάλος κινηματογράφος της Κυψέλης: το «Αττικόν». Κομψό κινηματοθέατρο, αναπαυτικό και δροσερό. Έργα πολλά και εκλεκτά. Έτσι ο Κυψελιώτης έχει πρώτης τάξεως κινηματογράφο στη γειτονιά του. Προς τι λοιπόν να ροβολήση προς το κέντρο;
Απέξω από το «Αττικόν» μεγάλο, καινούργιο και καθαρώτατον καφενείο καλεί τους πελάτες. Είνε το μεγαλείτερο κέντρο κοσμοσυρροής επάνω στην πλατεία.
Το πιο μεγάλο και κοσμικό ταβερνικόν κέντρον της Κυψέλης είνε του Κοράκη. «Τα Βαρδούσια». Μάντρα με παραρτήματα και εξαρτήματα, με ψησταριά και με τραπεζάκια στην πλατεία. Ταβέρνα κοσμική και κέντρον γλεντζέδων. Όχι μόνον επίδειξις αλλά και κρασί καλό και μεζές. Εκεί τα βράδυα μεσουρανεί το Κυψελιώτικο γλέντι…
Αλλά και του Α. Μαστρομανώλη το ταβερνείον μαζεύει κόσμο διασκεδαζόντων, τρωγόντων και πινόντων. Απάνω στην πλατεία κι’ αυτό. Κοσμικό κι’ αυτό.
Από πάνω από το τέρμα του τραμ, στην κορυφή ενός λόφου, που τον έκοψαν κατακορύφως για να διαβούν οι γραμμές του τραμ, υπάρχει ένα μικρό και παλαιό ταβερνάκι. Είνε ένα καφεζυθοπωλείο των ρομαντικών. Απ’ εκεί η θέα της συνοικίας και της Αθήνας ξαπλώνεται κάτω ωραία και γοητευτική…
Στην άλλη πλευρά της πλατείας, την επάνω, αρκετά κέντρα στη σειρά συγκεντρώνουν κόσμο που ζητεί ανάπαυσιν και διασκέδασιν. Το καφενείον «Ο Φοίβος» απλώνει τα τραπεζάκια του στην πλατεία και καλεί πελάτες. Παρακεί του Ι. Γκίκα το μπακάλικο έχει διοργανώσει και τμήμα ταβέρνας. Το κρασί είνε καλό και οι μεζέδες ποικιλώτατοι. Εκεί το ήρεμο γλέντι προχωρεί κάθε βράδυ ανεμπόδιστα. Πλάι, ολίγον κοσμικόν και ολίγο απόκοσμον το ζαχαροπλαστείο της εταιρείας «ΕΒΓΑ». Κι’ εκεί κομψός κόσμος της συνοικίας συγκεντρώνεται τα βράδυα.
Αντίκρυ, στην γωνία της πλατείας εμφανίζονται δύο παράδεισοι. Εκεί το καφενείο «Παράδεισος» σκορπίζει τις καρέκλες του ανάμεσα στα παρτέρια, αλλά και από κάτω, στο υπόγειο, εμφανίζεται ο «Υπόγειος Παράδεισος. Αυτός ίσως είνε ο πιο ενδιαφέρων. Είνε η ταβέρνα του Ι. Βρανά. Οι γλεντζέδες σπεύδουν άφθονοι εκεί, ιδιαίτερα όταν η φθινοπωρινή δροσιά τους αναγκάζει να μετακομίζουν από το ύπαιθρον στο υπόγειο…
Η Κυψέλη λοιπόν έχει πλήρη ανεξαρτησία και αυτονομία γλεντιού. Έχει το θέαμά του, τα ακροάματά του, αλλά και το κρασάκι του μ’ εκλεκτό μεζέ.
Όταν ο Δήμαρχος κ. Κοτζιάς άρχισε τις υπαίθριες λαϊκές συναυλίες, πρώτη εθυμήθηκε την Κυψέλη. Η συναυλία έγινε εκεί πάνω στη νεογέννητη πλατεία που είδαμε. Εμαζεύθηκαν όμως τόσες χιλιάδες κόσμου, ώστε οι περισσότεροι δεν άκουσαν την συναυλίαν. Μόνον… την είδαν!».
«Νέον Φως», 1935, Φ. Γιοφύλλης
http://www.paliaathina.com
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.