Το Σύνταγμα, που ο βασιλιάς παραχώρησε το 1844 στον ελληνικό λαό ύστερα από εξέγερση, δεν τηρήθηκε ποτέ, αλλά αντίθετα παραβιαζόταν συνεχώς.
Σαν σήμερα πέθανε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, ο Όθων. Για τον Όθωνα που θεωρείται από τους μελετητές αλλά και από τους συγχρόνους του ένας από τους βασιλείς που “δεν είχε τα χαρίσματα του ηγέτη, ήταν αναποφάσιστος, διστακτικός, λεπτολόγος και σχολαστικός, και προπάντων του έλειπε η ηγετική ικανότητα της επιλογής των κατάλληλων προσώπων για το ανάλογο έργο”.
«Μόλις βγήκεν από τη βάρκα και πάτησε στο έδαφος ο νεαρός βασιλιάς γλίστρησε. Η λεπτομέρεια είναι βεβαιωμένη. Εχομε τη μαρτυρία του Μαρίνου Βρετού, στον οποίον το βεβαίωσεν ο Γάλλος εκείνος στρατιώτης του γαλλικού αποσπάσματος του παραταγμένου στην προκυμαία που κράτησε τον βασιλέα και τον εμπόδισε να πέση: (…) “Μόλις πάτησε το πόδι του στη γη, γλίστρησε και, καθώς έτρεξα να τον βαστάξω, έπεσε χάμω το τουφέκι του και το κοντάκι του έγινε δύο κομμάτια”». Με αυτή τη γλαφυρή σκηνή ξεκινάει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου το βιβλίο του «Οθων» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) όταν ο δεκαεπτάχρονος Όθων φτάνει στο Ναύπλιο.
Δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ και της Θηρεσίας, κόρης του δούκα του Σάζεν Αλτενμπουργκ, ο Οθων γεννήθηκε το 1815 στο Σάλτσμπουργκ, που τότε ανήκε στη Βαυαρία. Επελέγη βασιλιάς της Ελλάδας από τις Μεγάλες Δυνάμεις μετά την άρνηση του Λεοπόλδου της Σαξονίας.
Το Φεβρουάριο του 1832 οι Μεγάλες Δυνάμεις που συνεδρίαζαν στο Λονδίνο προσφέρουν στο βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α´ το στέμμα του νεοσύσταστου ελληνικού κράτους για το δεκαεπτάχρονο γιο του, τον πρίγκιπα της Βαυαρίας Όθωνα (1815-1867). Ο αρχαιολάτρης και φιλέλληνας Λουδοβίκος Α´ αποδέχεται τον ελληνικό θρόνο για το γιο του, θέτοντας ορισμένους όρους: το ελληνικό έθνος να συναινέσει για την εκλογή του Όθωνα, οι Μ. Δυνάμεις να ενισχύσουν οικονομικά το νέο κράτος, Βαυαρική Αντιβασιλεία να κυβερνά ως την ενηλικίωση του Όθωνα, να τον συνοδέψουν στην Ελλάδα 3.500 Βαυαροί στρατιώτες και ένας μεγάλος αριθμός από επιστήμονες και διοικητικά στελέχη. Η ανάληψη της βασιλείας της Ελλάδας από τον Όθωνα έγινε με την υπογραφή της σχετικής συνθήκης του Λονδίνου τον Μάιο του 1832, στο κείμενο της οποίας αναφέρονται ακριβώς οι όροι που συμφώνησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία.
Έτσι, λοιπόν, συμφωνήθηκε να δοθεί ο ελληνικός θρόνος στο νεαρό πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας, ο οποίος, αν και δεν είχε ανατραφεί για να γίνει βασιλιάς (ήταν δεύτερος στη σειρά ως προς τη διαδοχή στο θρόνο της Βαυαρίας), επιλέχθηκε ως βασιλιάς της Ελλάδας και βασίλεψε από το 1833 έως το 1862.
Τον Οκτώβριο του 1832 φθάνει στο Μόναχο, την πρωτεύουσα της Βαυαρίας, η επίσημη δωδεκαμελής ελληνική αντιπροσωπεία με επικεφαλής αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, τον ναύαρχο Ανδρέα Μιαούλη και τους στρατηγούς Δημήτριο Πλαπούτα-Kολιόπουλο και Κωνσταντίνο Μπότσαρη, για να παραλάβουν και να συνοδεύσουν τον Όθωνα στην Ελλάδα.
Όταν το 1834 η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους μεταφέρθηκε από το Ναύπλιο στην ιστορική πόλη της Αθήνας, που τότε ήταν ένα ασήμαντο χωριό, ο Όθων μαζί με τη συνοδεία του εγκαταστάθηκε στη νέα πρωτεύουσα, την ανοικοδόμηση της οποίας με νεοκλασικά κτίρια ανέλαβαν Βαυαροί αρχιτέκτονες. Ο Peter von Hess ζωγράφισε και τη θερμή υποδοχή που έτυχε ο νεαρός βασιλιάς από τους κατοίκους της Αθήνας. Χωρίς αμφιβολία οι πίνακες του Hess εξιδανικεύουν την υποδοχή του Όθωνα. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχθούμε ότι τα πρώτα χρόνια οι Έλληνες έτρεφαν υψηλές προσδοκίες για τον Ηγεμόνα τους, ο οποίος όμως σύντομα τους απογοήτευσε.
Ο Όθων συνήθως απεικονιζόταν ντυμένος με την ελληνική εθνική ενδυμασία να ιππεύει και να περιδιαβάζει ανάμεσα στα ένδοξα αρχαία ελληνικά ερείπια. Η προσπάθεια σύνδεσης του δύσκολου παρόντος που βίωνε το μικρό και σχεδόν ολοκληρωτικά κατεστραμένο από τον πόλεμο και τις εμφύλιες διαμάχες ελληνικό κράτος με το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων Ελλήνων είναι εμφανής.
Στα 1836 ο Όθων παντρεύτηκε τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Αμαλία του Όλντενμπεργκ, η οποία έγινε και η πρώτη βασίλισσα των Ελλήνων. Σ᾽ένα γράμμα προς τον πατέρα του γράφει ο Όθων για την Αμαλία: “Παρά το ότι δεν είμαι ερωτευμένος μ᾽αυτό το αξιολάτρευτο πλάσμα, μπορώ να πω ότι μου αρέσει. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι σύντομα θα ξυπνήσει εντός μου μια γνήσια αγάπη για αυτήν”.
Ο γάμος του Όθωνα με την Αμαλία έγινε στο Μόναχο στις 10 Νοεμβρίου 1836 χωρίς να έχει ενημερωθεί η ελληνική κυβέρνηση. Το γεγονός μαθεύτηκε στην Ελλάδα από τις ευρωπαϊκές εφημερίδες. Το Φεβρουάριο του 1837 έφθασε στην Ελλάδα το νιόπαντρο βασιλικό ζεύγος και έγινε δεκτό με θερμές εκδηλώσεις.
Από τα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής της βασιλείας του είναι η νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου όταν ένα τάγμα συγκέντρωσε πολίτες και κατευθύνθηκε προς τα ανάκτορα με την κραυγή «Ζήτω το Σύνταγμα». Ο Όθωνας κάλεσε τμήμα πυροβολικού, του οποίου όμως o επικεφαλής, λοχαγός Ελευθέριος Σχοινάς (ή Σχινάς), ήταν μυημένος στο κίνημα και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Ο Μακρυγιάννης αυτοανακηρύχθηκε φρούραρχος της πόλης και ανέλαβε την προστασία των ανακτόρων και των δημοσίων καταστημάτων. Το υπουργείο του Χρηστίδη έχει διαλυθεί και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Μεταξά. Μια εξαμελής επαναστατική επιτροπή παρουσιάστηκε στον βασιλιά και τον ανάγκασε να διατάξει σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης για την ψήφιση του Συντάγματος. Οι επαναστάτες διεκδικούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και όχι την απομάκρυνση του Όθωνα. Έγιναν εκλογές τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο και οι πληρεξούσιοι συγκρότησαν τη συνταγματική Εθνική Συνέλευση του 1843.
Ο Όθωνας τελικά παραχώρησε το Σύνταγμα του 1844, αλλά η νέα κυβέρνηση ζητούσε από τον βασιλιά όχι μόνο αμνηστία αλλά και την απονομή μεταλλίου στους πρωτεργάτες της Επανάστασης. Ο βασιλιάς αρχικά δε συμφώνησε, αλλά τελικά υποχώρησε και έγινε δεκτός από τον λαό και τον στρατό. Η νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσε το τέλος της απόλυτης μοναρχίας στην Ελλάδα.
Στα 1862 ο Όθων και η Αμαλία, ύστερα από εξεγέρσεις που εκδηλώθηκαν εναντίον του θρόνου, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα και να καταφύγουν στη Βαυαρία. Ο Όθων και η Αμαλία δεν μπόρεσαν να κερδίσουν τη συμπάθεια του ελληνικού λαού αλλά και των Ελλήνων πολιτικών. Το Σύνταγμα, που ο βασιλιάς παραχώρησε το 1844 στον ελληνικό λαό ύστερα από εξέγερση, δεν τηρήθηκε ποτέ, αλλά αντίθετα παραβιαζόταν συνεχώς.
Ο Όθων και η Αμαλία κατέφυγαν έκπτωτοι, φτωχοί και ταπεινωμένοι στο Μόναχο όπου το κλίμα της αριστοκρατίας της Βαυαρίας μάλλον δεν ήταν θετικό απέναντί τους. Στο Μόναχο υπήρχαν ήδη δύο βασιλικές αυλές. Η επίσημη αυλή του βασιλιά Μαξιμιλιανού Β´ (σύντομα ο Μαξιμιλιανός θα πεθάνει και θα τον διαδεχθεί στο θρόνο ο γιος του Λουδοβίκος, ανεψιός του Όθωνα), αδελφού του Όθωνα, και η αυλή του πατέρα του Λουδοβίκου που είχε παραιτηθεί από το θρόνο. Η παρουσία μίας τρίτης αυλής ενός έκπτωτου ηγεμόνα που έδειξε ανίκανος να κρατήσει το θρόνο και να δημιουργήσει μία δική του δυναστεία φαίνεται ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτη. Τελικά, στο έκπτωτο βασιλικό ζεύγος και στη μικρή ακολουθία των Ελλήνων αυλικών που τους ακολούθησαν στην εξορία θα παραχωρηθούν ως κατοικία τα Ανάκτορα της Βαυαρικής πόλης Βαμβέργης όπου θα εγκατασταθούν το 1863 και θα συνεχίσουν τη ζωή τους προσδοκώντας για κάποιο διάστημα την επιστροφή στην Ελλάδα και στη συνέχεια, χάνοντας κάθε ελπίδα για επιστροφή, αφού στον ελληνικό θρόνο ανέβηκε από το 1864 ένας άλλος ξένος πρίγκιπας, ο Δανός Γεώργιος Γλύξμπουργκ που κυβέρνησε ως βασιλιάς Γεώργιος Α´.
http://www.thetoc.gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.