Είναι μία από τις πιο σκοτεινές τραγωδίες στην ιστορία της ορειβασίας. Ο θάνατος 12 ορειβατών σε μια τρομακτική χιονοθύελλα κοντά στην κορυφή του Έβερεστ το Μάιο του 1996. Τώρα η ιστορία τους έγινε ταινία που έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή και ο επιζών Μπεκ Γουέδερς αποκαλύπτει την τρομακτική αλήθεια.
Ο Αμερικανός γιατρός Μπεκ Γουέδερς, κόντεψε να χάσει δύο φορές τη ζωή του, ωστόσο επέζησε και τώρα βλέπει τη συγκλονιστική ιστορία του να γίνεται ταινία, με πρωταγωνιστή τον Τζος Μπρόλιν στο ρόλο του Γουέδερς, και συμπρωταγωνιστές τους Κίρα Νάιτλι, Τζέικ Τζίλενχαλ και πολλά άλλα μεγάλα αστέρια του Χόλιγουντ.
Στον απόηχο της πρεμιέρας, ο ίδιος ο Γουέδερς θυμάται πώς αψήφησε τη φύση, τους δαίμονες του και τον ίδιο το θάνατο. Η εξομολόγηση του έγινε βιβλίο με τίτλο «Left For Dead», στο οποίο βασίζεται και η ταινία «Everest».
Μιλώντας για τους λόγους για τους οποίους ξεκίνησε την ορειβασία ο ίδιος αναφέρει: «Στράφηκα στην αναρρίχηση για να αντιμετωπίσω την κατάθλιψη που ξεκίνησε στα 30κάτι μου. Καθώς η κατάθλιψη περνούσε, η ορειβασία έγινε εμμονή μου. Οταν η γυναίκα μου, η Πιτς, με προειδοποίησε ότι είχα προδώσει την αγάπη της οικογένειάς μου, δεν την άκουσα. Τους είχα συναισθηματικά εγκαταλείψει, αλλά είμαι αιώνια ευγνώμων που δεν με εγκατέλειψαν εκείνοι»
Ενθυμούμενος τη μοιραία μέρα, ο Γουέδερς περιγράφει πώς έφτασε στα όρια του και έκανε την υπέρβαση: «Στις 10 Μαΐου, 1996, ψηλά στην «Death Zone» του Εβερεστ, θυμάμαι ότι σχεδόν πέθανα. Το κρύο με είχε αναισθητοποιήσει και σταδιακά άρχισα να χάνομαι. Την επόμενη μέρα, καθώς ο ήλιος κατέβηκε προς τον ορίζοντα, ήρθα πίσω από τους νεκρούς και άνοιξα τα μάτια. Αυτό είναι ένα μυστήριο και ένα θαύμα που ακόμα δεν καταλαβαίνω. Αγωνίστηκα να συνέλθω. Ημουν χαμένος. Ημουν σχεδόν τυφλός. Τα χέρια μου είχαν παγώσει. Το πρόσωπό μου είχε καταστραφεί από το κρύο. Δεν είχα φάει για τρεις ημέρες και δεν είχα πιει για δύο. Θυμάμαι να προσεύχομαι για σωτηρία, αλλά σταδιακά κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο να τη βγάλω ζωντανός. Κοίταξα και συνειδητοποίησα ότι σε μια ακόμα ώρα, καθώς θα έπεφτε ξανά το σκοτάδι, θα γονάτιζα και θα αποδεχόμουν τη μοίρα μου»
«Η 10η Μαΐου είχε ξεκινήσει με καλούς οιωνούς για μένα. Είχα αποφασίσει να φτάσω στην κορυφή του Εβερεστ, αλλά ήμουν τόσο ικανός όσο ένας 49χρονος ερασιτέχνης ορειβάτης που αγνοούσε την κόλαση που ανοιγόταν μπροστά του. Είχαμε φτάσει στο High Camp το προηγούμενο απόγευμα και βρήκαμε άλλες 4 ομάδες ορειβατών σε δεκάδες σκηνές έτοιμους να κατακτήσουν επίσης την κορυφή. Ημουν κρυφά ευγνώμων που δεν ανεβήκαμε ακόμη περισσότερο εκείνη τη μέρα. Το λένε Ζώνη του θανάτου, επειδή μετά τα 7.500 μέτρα, το βουνό σε σκοτώνει αργά από τη στιγμή που θα φύγεις από τη σκηνή σου» θυμάται τη μοιραία ημέρα.
Και τότε ξεκίνησε η αρχή του τέλους: «Γύρω στις 22:00 το βράδυ η θύελλα ξεκίνησε. “Παιδιά”, φώναξε ο Νεοζηλανδός οδηγός μας Ρομπ Χαλ, “συνεχίζουμε μπροστά” Βάλαμε τις μάσκες οξυγόνου και τις στολές μας. Ηταν μια εξαιρετική βραδιά που σκαρφαλώσαμε σχεδόν όλη τη νότια πλευρά προς την κορυφή. Η θερμοκρασία ήταν -10 βαθμοί, αρκετά ζεστή για ένα μεγάλο βουνό και τα αστέρια έλαμπαν έξοχα. Δεν υπήρχε τίποτα άσχημο. Απλά ανεβαίναμε και ξεκουραζόμασταν κάθε ώρα.
Στα μισά του δρόμου προς την κορυφή, συνειδητοποίησα με μεγάλη ενόχληση ότι δεν μπορούσα να δω σωστά. Το προηγούμενο χρόνο, είχα κάνει μία επέμβαση στον κερατοειδή για να διορθώσω τη μυωπία. Κάτι που δε γνώριζα όμως, είναι ότι ο κερατοειδής επηρεάστηκε σε αυτό το υψόμετρο, καθιστώντας με εντελώς τυφλό σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού. Δεν ανησύχησα. “Το φως της ημέρας θα επαναφέρει την όραση μου” σκέφτηκα. Καθώς ο ήλιος ανέτειλε, συνέχισα να ανεβαίνω προς τα πάνω – μέχρι που σκούπισα το πρόσωπό μου με το παγωμένο γάντι, τραυματίζοντας τον κερατοειδή μου. Ηταν 7:30 το πρωί, σε μια τέλεια μέρα και ήμουν κολλημένος σε μία προεξοχή που ονομάζεται Μπαλκόνι, περίπου 500 μέτρα κάτω από την κορυφή. Ο Ρομπ μου είπε: “Εάν μπορέσεις να δεις μέσα σε 30 λεπτά, ανέβα, αλλιώς περίμενε μας εδώ να γυρίσουμε”. Δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να μη γυρνούσε ποτέ.
Μέχρι το μεσημέρι, τρεις από την ομάδα μας κατέβηκαν: Από την έκφραση τους κατάλαβα ότι δεν μπόρεσαν να φτάσουν στην κορυφή. Θα έπρεπε να είχα κατέβει μαζί τους, αλλά είχα υποσχεθεί να μείνω εκεί. Περίμενα τον Ρομπ το αργότερο έως τις 15:00μμ. Όταν έφτασε 17:00μμ, άρχισα να ανησυχώ. Καθώς οι σκιές επιμηκύνονταν και ένιωθα το κρύο, συνειδητοποίησα ότι είχα μείνει πάρα πολύ ώρα εκεί. Ημουν τυφλός και πάλι και παγιδευμένος.
Αρχισα να συνειδητοποιώ πως τα μπουκάλια νερού στο εσωτερικό του μπουφάν μου είχαν γίνει πάγος πάνω στο στήθος μου. Στη συνέχεια, ο Τζον Κρακάουερ από την ομάδα μου ήρθε μαζί μου, πολύ εξαντλημένος. Ο Ρομπ ήταν τουλάχιστον τρεις ώρες πίσω του, πράγμα που σήμαινε ότι οι ελπίδες ήταν ελάχιστες.
Ο Κρακάουερ προσφέρθηκε να με βοηθήσει να κατέβω, αλλά είπα ότι θα περιμένω για ένα άλλο οδηγό, τον Μάικ Γκρουμ, ο οποίος ήταν 20 λεπτά πίσω του. Νομίζω ότι ο Τζον έβγαλε έναν στεναγμό ευγνωμοσύνης. Μετά από άλλη μισή ώρα, ο Μάικ έφτασε με την Γιασούκο Νάμπα, η οποία είχε φτάσει στην κορυφή, αλλά φαινόταν σαν ένα όρθιο πτώμα.
Η κατάβαση του βουνού είναι πολύ πιο επικίνδυνη από την αναρρίχηση, έτσι ο Μάικ με έδεσε. Το ένα άκρο πήγε γύρω από τη μέση μου, και μερικά μέτρα πίσω ήταν ο Μάικ, κρατώντας σταθερό το σκοινί μου. Η ώρα ήταν σχεδόν 18:00μμ.
Μετακινήθηκα προς τα εμπρός, αλλά πάτησα στο χάος και έφυγα προς τα κάτω. Το σχοινί έσπασε, τραβώντας τον Μάικ από τα πόδια του. Καρφώσαμε τις αξίνες μας στο λόφο για να σταματήσουμε την πτώση.
Αυτό συνέβη άλλες δύο φορές, αλλά με εξαίρεση ότι είχα σκίσει λίγο τη στολή μου ήμουν μια χαρά – και εγκάρδια ανακουφισμένος που έφτασα στη Νότια πλευρά. Σε λιγότερο από μία ώρα θα ήμασταν στις σκηνές μας στο Camp Four, πίνοντας ζεστό τσάι.
Αλλά ξαφνικά όλα άρχισαν να κινούνται, ακούσαμε ένα τεράστιο βουητό να έρχεται από το βουνό. Ξαφνικά, μια χιονοθύελλα ανατίναξε τα πάντα γύρω μας με έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
Ενα παχύ τοίχωμα χιονιού κάλυψε τη νότια πλαγιά τυλίγοντας μας στα λευκά, μέχρις ότου τα μόνα ορατά αντικείμενα να είναι οι φακοί στα κεφάλια μας, που έμοιαζαν να επιπλέουν στη δίνη.
Ημασταν τυλιγμένοι σε ένα σύννεφο πάγου. Δεν βλέπαμε τα πόδια μας και γρήγορα έγινε εξαιρετικά κρύο -60, ίσως και πιο κάτω. Αρπαξα το μανίκι του Μάικ. Ήταν τα μάτια μου. Δεν έπρεπε να τον χάσω.
Είχαμε χάσει τον προσανατολισμό μας και σερνόμασταν προς τα εμπρός μέχρι που κάποιος φώναξε: “Σταματήστε” Λίγα περισσότερα βήματα και θα πέφταμε σε γκρεμό 2.000 μέτρων. Αλλά το να σταματήσουμε σήμαινε να παγώσουμε μέχρι θανάτου, κάτι το οποίο είχε ήδη αρχίσει να μου συμβαίνει. Δεν ένιωθα πλέον το δεξί μου χέρι και το δέρμα είχε παγώσει εντελώς, αφού με τρόμο διαπίστωσα ότι είχα χάσει τα γάντια μου. Ωστόσο το χέρι δε με ένοιαζε τόσο. Πλέον ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Οταν καταφέραμε να δούμε, ένας από τους ορειβάτες φώναξε: “Ξέρω πού είναι τη κατασκήνωση μας” Διαμορφώσαμε γρήγορα ένα γρήγορο σχέδιο για να ζητήσουμε βοήθεια. Συμφώνησα να μείνω για να μη τους καθυστερήσω.
Τρεις ορειβάτες έφυγαν και η Γιάσουκο και οι υπόλοιποι από εμάς αγκαλιαστήκαμε σαν τα πρόβατα, ελπίζοντας να διατηρήσουμε τη θερμότητα. Ο ύπνος ήταν σίγουρος θάνατος κι έτσι φωνάζαμε και κλωτσάγαμε ο ένας τον άλλο για να παραμείνουμε ξύπνιοι.»
Ωστόσο παρόλο που σταδιακά υποχώρησε η θύελλα, η τραγωδία συνεχίστηκε και την επόμενη ημέρα: «Η θύελλα υποχώρησε το πρωί της 11 Μαΐου, και τρεις οδηγοί Σέρπα και ένας άλλος ορειβάτης, ο Στιούαρτ Χάτσισον, βρήκαν την Γιάσουκο και εμένα θαμμένους στο χιόνι. Ο Χάτσισον σκούπισε μία μάσκα χιονιού πάχους 6 εκατοστών από το πρόσωπο της Γιάσουκο. Το δέρμα της ήταν από πορσελάνη. Τα μάτια της ήταν διεσταλμένα, αλλά ακόμα ανέπνεε. Λίγο αργότερα βρήκε κι εμένα και αργότερα είπε ότι ποτέ πριν δεν είχε δει ένα ζωντανό ανθρώπινο ον τόσο κοντά στο θάνατο.
Ομως μας άφησαν κι έφυγαν. Η Γιάσουκο και εγώ ήμασταν χαμένοι και θα θέταμε σε κίνδυνο περισσότερες ζωές αν προσπαθούσαν να μας φέρουν πίσω.
Ενα ζεστό ηλιόλουστο πρωί του Σαββάτου στο Ντάλας του Τέξας, η γυναίκα μου πληροφορήθηκε ότι ήμουν νεκρός. Αλλά περίπου στις 16:00μμ ώρα Εβερεστ, ένα θαύμα συνέβη: άνοιξα τα μάτια μου. Αναστήθηκα.
Η οικογένειά μου εμφανίστηκε στο μυαλό μου. Ηξερα με απόλυτη σαφήνεια ότι εάν δεν σηκωνόμουν θα πέθαινα εκεί. Αγωνίστηκα να σταθώ στα πόδια μου, σχεδόν εντελώς τυφλός. Σηκωνόμουν και έπεφτα πάλι. Ηξερα ότι ο ήλιος είχε φύγει κι εγώ δεν έβλεπα πια. Ενιωσα συντριπτική μελαγχολία που δεν πρόλαβα να πω στη γυναίκα μου πόσο την αγαπώ και δεν θα αγκάλιαζα ξανά τα παιδιά μου.
Είδα δύο μπλε κορυφές και σκέφτηκα “σκηνές” Ξαφνικά μια φιγούρα εμφανίστηκε. Ηταν ο Τοντ Μπούρλεσον, ο αρχηγός της άλλης αποστολής αναρρίχησης που είχε πει ότι ήμουν νεκρός. Το πρόσωπό μου ήταν εντελώς μαύρο, το μπουφάν ανοιχτό στη μέση και το γυμνό δεξί μου χέρι πάγωσε πάνω από το κεφάλι μου.
Ο Τοντ με πήρε στη σκηνή, με έβαλε σε δύο υπνόσακους, έσπρωξε θερμοφόρες κάτω από τα χέρια μου και κάλεσε για βοήθεια στη βάση, για να πάρει την απάντηση “είναι ετοιμοθάνατος. Δεν αξίζει να τον φέρετε κάτω”. Με άφησαν μόνο εκείνο το βράδυ, περιμένοντας να πεθάνω. Μια-δυο φορές άκουσα τους άλλους να λένε ότι είμαι νεκρός.
Δεν θυμάμαι την καταιγίδα που έσκασε και γέμισε τη σκηνή με χιόνι, όμως ξύπνησα βουτηγμένος στο άσπρο τοπίο την αυγή. Οταν ξύπνησα, μόνο ο Τζον Κρακάουερ, μαζί με τον Τοντ Μπούρλεσον και τον Πιτ Εϊθανς ήταν εκεί. Όταν με είδε ο Τζον έπαθε σοκ. Περίμενε ότι ήμουν ήδη νεκρός. Ο Εϊθανς, που γνώριζα από προηγούμενες αποστολές, είδε ότι μπορούσα να σταθώ και μου έδωσε δύο λίτρα τσάι. Ο “νεκρός” ήταν έτοιμος να κατέβει στη βάση.
Με τον Πιτ μπροστά μου και τον Τοντ πίσω μου, καταφέραμε να κατεβούμε. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ, αλλά ήξερα ότι δε θα ξυπνήσω ποτέ αν το κάνω.
Η βάση είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο. Ο Δρ Κεν Κάμλερ, ένας χειρουργός από τη Νέα Υόρκη, και ένας Δανός γιατρός, ο Δρ Χένρικ Χάνσεν Τζένσεν, περιέθαλπταν τους τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Μακαλού, αρχηγός της Ταϊβανέζικης ομάδας.
Μου έβαλαν υπνόσακο και έριξαν στα χέρια μου ζεστό νερό με αλατούχο ορό που το αισθάνθηκα σαν παγοκρύσταλλο στην καρδιά. Αυτό ήταν όταν άρχισα να ακούω φήμες για μια ομάδα διάσωσης με ελικόπτερο. Ακουγόταν σαν παραμύθι.
Κατεβήκαμε άλλα 600 μέτρα και βρήκαμε το ελικόπτερο. Ακούσαμε από τον ασύρματο ότι “χωράει μόνο ένας ορειβάτης. Είμαστε εδώ για τον Γουέδερς” Τότε η ομάδα των Σέρπα ήρθε τρέχοντας κάτω από την κοιλάδα κουβαλώντας τον Μακαλού, του οποίου τα πόδια είχαν καταστραφεί από το κρύο. Είπα στους άλλους ότι το σωστό ήταν να πάει ο Μακαλού στο ελικόπτερο. Ετσι τον βάλαμε μέσα και εγώ ήξερα ότι αποχαιρετούσα την τελευταία μου ελπίδα.
Σταθήκαμε εκεί ίσως για πέντε λεπτά. Δεν υπήρχε τίποτα να πούμε. Και τότε άκουσα έναν από τα πιο όμορφους ήχους. Το θόρυβο επερχόμενου ελικοπτέρου. Επιτέλους ήμασταν ασφαλείς, αλλά 12 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε αυτή την χιονοθύελλα, συμπεριλαμβανομένων οκτώ από την ομάδα μου» θυμάται με ανακούφιση.
Τελικά τα κατάφερε να γυρίσει πίσω, ξέροντας πλέον ότι είχε καταστρέψει την οικογένεια του: «Αν ξέρατε ότι ήταν η τελευταία σας ώρα τι θα ευχόσασταν; Στα όρια του θανάτου, για πρώτη φορά συνειδητοποίησα πόσο αγαπούσα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, υποβλήθηκα σε 11 διαφορετικές επεμβάσεις στα χέρια μου και το πρόσωπό μου και έβαλα καινούργια μύτη. Με την Πιτς τα καταφέραμε να σώσουμε το γάμο μας και για πρώτη φορά στη ζωή μου, έχω ειρήνη. Σκαρφάλωσα σε όλο τον κόσμο για να βρω αυτό που θα με ολοκλήρωνε και δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού μου»
http://www.iefimerida.gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.