Στη Σμύρνη, εννέα χρόνια μετά την καταστροφή

Η κεντρική λεωφόρος Κεμάλ Ατατούρκ της Σμύρνης σε φωτογραφία του 1931 από τον Χάρη Ιωνικό, αμέσως μετά τη διάνοιξή της «επί των ερειπίων». Είναι λες και η Καταστροφή του ’22 να είχε συμβεί την προηγούμενη χρονιά, όχι εννέα χρόνια πριν.

«Φθάνω από την Κωνσταντινούπολη με το τραίνο… Εξω από τον σταθμόν Μπασμά Χανέ άλλοτε εβομβούσεν η ζωή. Αριστερά εξετείνετο η τουρκική συνοικία. Δεξιά μου η αρμενική, που διεσχίζετο από τον δρόμο που ελέγετο “το Φαρδύ της Αρμενίας”… Ανάμεσα από τα ερείπια προσπαθώ να μαντεύσω πού ήτο ο ναός του Αγίου Στεφάνου. Δεν το κατορθώνω. […] …Πλανάται νεκρική σιγή και μόνο οι φωνές από ρακοσυλλέκτες και καραγωγείς που μεταφέρουν μάρμαρα από τα σπίτια και τις εκκλησίες ακούγονται… και κάνουν ακόμη πιο μακάβρια τη σιγή, εκεί όπου γενιές επί γενιών είχαν εργασθεί για να φτιάξουν μια πόλη εύθυμη, γελαστή και δραστήρια»…

Οσα χρόνια κι αν περάσουν, κάθε νέο στοιχείο για τη Σμύρνη είναι αδύνατον να μη προκαλέσει την αναπόληση της ευημερούσας πολιτείας του ελληνισμού και της Ορθοδοξίας που χάθηκε τελεσίδικα ως η τραγικότερη ίσως συνέπεια της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Επιζώντες πρόσφυγες δεν υπάρχουν πια, η «πραγματική Σμύρνη έχει γίνει μια νοερή πολιτεία», όπως σημειώνει ο Αγγλος μελετητής της ελληνικής λογοτεχνίας Πίτερ Μάκριτζ, «το σημερινό τουρκικό Ιζμίρ δεν είναι η ίδια πόλη». Παρ’ όλα αυτά η Σμύρνη κατέχει ιδιαίτερη θέση στο συλλογικό μας υποσυνείδητο και οι νέες μαρτυρίες όπως η παραπάνω ενός παλιού Σμυρνιού όχι μόνο συγκινούν αλλά προσθέτουν πολύτιμες πληροφορίες στις μελέτες μιας νέας γενιάς ερευνητών Τούρκων, Ελλήνων και Ευρωπαίων.
Φυλαγμένες επί 85 χρόνια σε ιδιωτικό αρχείο, βγαίνουν πρώτη φορά στη δημοσιότητα από την καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο ΑΠΘ Αλέκα Γερόλυμπου-Καραδήμου. Επεσαν στα χέρια της ενώ αναζητούσε τα ίχνη και τα χαρακτηριστικά της ελληνικής παρουσίας που δεν είναι πλέον δυνατόν να εντοπιστούν επιτόπου, καθώς οι καταστροφές της πυρκαγιάς του 1922 και η πλήρης αναδιάταξη του αστικού ιστού, που ανέλαβαν κατ’ εντολήν του Μουσταφά Κεμάλ το 1923 Γάλλοι πολεοδόμοι και τοπικές υπηρεσίες, έσβησαν τις ιστορικές μαρτυρίες του χώρου-κτιρίων, χαράξεις, χρήσεις, διαμορφώσεις…

Καμένη γη

Είναι οι αφηγήσεις ενός Σμυρνιού που επέστρεψε ως υπήκοος τρίτης χώρας για να εγκατασταθεί και πάλι μονίμως στην πόλη του εννέα (9) χρόνια μετά τη δραματική του φυγή από τη φλεγόμενη πόλη το 1922. Εφτασε στη Σμύρνη στις 23 Αυγούστου του 1931 και με το ψευδώνυμο Χάρης Ιωνικός και έστειλε τις εντυπώσεις του στην Ελλάδα σε 70 επιστολές. Στα κείμενά του, συνοδευμένα από φωτογραφίες, καταγράφει την κατάσταση, τη νέα κίνηση και τη ζωή στις άλλοτε ευημερούσες συνοικίες, τη μοίρα των κτισμάτων που διασώθηκαν, καθώς και τη λιγοστή παρουσία μιας νέας ελληνόφωνης παροικίας.

Αν διάβαζε κάποιος τις επιστολές χωρίς να γνωρίζει τις ημερομηνίες της αποστολής, θα πίστευε ότι ο αποστολέας περιγράφει μια πόλη αμέσως μετά την καταστροφή της. Ελάχιστες παρεμβάσεις είχαν γίνει στην καμένη περιοχή, ερείπια και σωροί λίθων υπήρχαν παντού μέχρι το 1931, ένα «τρομακτικόν κενόν, σαν μια έρημος και σαν μια “κόλασις” απλώνεται από τον σταθμό των διαβατηρίων (το γνωστό Πασαπόρτι) μέχρι του ξενοδοχείου “Χουκ” και πολύ πέραν του άλλοτε Γαλλικού Προξενείου, εκεί όπου άλλοτε υπήρχαν οι ελληνικές συνοικίες που δεν υπάρχουν πλέον», σημειώνει.

«Συναισθηματικές και διεισδυτικές ταυτόχρονα», οι περιγραφές του Ιωνικού μεταφέρουν «ζωντανές εικόνες, ατμοσφαιρικές ακόμα και ήχους, δημιουργώντας την αίσθηση ενός κινηματογραφικού οδοιπορικού», εξηγεί η κ. Γερόλυμπου. «Αυτό που τον πληγώνει είναι η πηχτή ατμόσφαιρα της στάχτης. Το σκοτάδι που καλύπτει την περιοχή μόλις πέσει το φως της ημέρας. Η σιγή που βασιλεύει από την άμορφη μάζα των κάποτε κομψών κτιρίων. Οι ρακοσυλλέκτες και οι θησαυροθήρες που ψάχνουν ακόμα (9 χρόνια αργότερα) στα χαλάσματα, άλλοι για θαμμένα χρηματοκιβώτια, άλλοι όπως οι Ρομά για μέταλλα, οι διάσπαρτοι άστεγοι που ήρθαν και τρύπωσαν στα ερείπια αναζητώντας ένα καταφύγιο, κυρίως όμως η νεκρική ησυχία που κατακάθεται όπως η στάχτη πάνω στις κάποτε παλλόμενες γειτονιές».

Οι αφηγήσεις του αρχίζουν από τη νέα φαρδύτατη λεωφόρο, Μουσταφά Κεμάλ, πλάτους 50 μέτρων, που είχε ανοιχτεί επί των ερειπίων από τον σταθμό Μπασμά χανέ έως το τελωνείο «…χωρίζεται δε από ένα κεντρικόν πεζοδρόμιον δενδροφυτευμένον (σ.σ.: από φοίνικες που υπάρχουν έως σήμερα). Εκατέρων εκτείνονται ατέλειωτα τα ερείπια…τοίχοι όρθιοι και καπνισμένοι κατ’ αραιά διαστήματα και σωροί λίθων. Κάνω μια θλιβεράν διαπίστωσιν: η λεωφόρος διέρχεται πάνω ακριβώς από τον χώρον όπου ηγείρετο η Αγία Φωτεινή, η ιστορική εκκλησία της Σμύρνης».

Ο αφηγητής διέρχεται την προκυμαία, ξεχωρίζει το κτίριο της Τραπέζης της Ανατολής απ’ όπου «ήρχιζαν τα καμμένα» και κατευθυνόμενος προς βορρά αριθμεί τα σμυρναϊκά κοσμικά κέντρα που άλλοτε έσφυζαν από ζωή, το Σπίτι του Στρατιώτου, την κατοικία «του τυράννου και καταστροφέως της Σμύρνης του επαράτου Αριστείδου Στεργιάδου. Η μαρμαρίνη πρόσοψις μένει ακεραία. Αλλά τίποτε άλλο δεν υπάρχει».

Περιδιαβάζει στην Πούντα –μία από τις λίγες συνοικίες που σώθηκε από την πυρκαγιά–, περιγράφει τα μικρομάγαζα στα ισόγεια των σπιτιών και τα άδεια σπίτια των Ελλήνων όπου εγκαταστάθηκαν αρχικά οι εναπομείναντες Ευρωπαίοι –οι λεγόμενοι Λεβαντίνοι– κι αργότερα μουσουλμάνοι «που ως γνωστόν ούτε καταναλωτικά, ούτε ζωηρά στοιχεία είναι. Και έτσι απενεκρώθη η Πούντα».

Παρατηρεί μελαγχολικά την εκπτωχευμένη εικόνα των σπιτιών, τα καφασωτά στα παράθυρα που προφανώς προστεθήκαν εκ των υστέρων από μουσουλμάνους που τα κατοίκησαν, κατονομάζει τα σπίτια επιφανών Ελλήνων (Χριστοδούλου, Χατζηλουκά – σώζεται το τελευταίο), σοκάκια με ελληνικά ονόματα (Πετροκόκκινου, Φαμελίτη), βγαίνει στην οδό Μπουρνόβα και φθάνει στην «καρδιά της Πούντας» στην έδρα του Πανιώνιου και στο –κλειστό πια– νεκροταφείο. Υπάγεται, σημειώνει, στην Υπηρεσία Εγκαταλειμμένων Περιουσιών όπως και όλα τα ελληνικά κτήματα. Η Δημαρχία θέλει να το μετατρέψει σε πάρκο. Καθώς δεν υπάρχει νεκροταφείο πλέον και εκκλησία για Ορθόδοξους, χώροι ταφής τους έχουν παραχωρηθεί από τους Διαμαρτυρόμενους στο δικό τους κοιμητήριο. Γύρω του, στη θέση των παλιών ελληνικών ζαχαροπλαστείων, Τουρκοκρητικοί και πρόσφυγες από τη Θεσσαλονίκη έχουν ανοίξει καφενεία όπου συχνάζουν οι λιγοστοί Ελληνες.

Επειτα «η απέραντος και απαισία έκτασις των ερειπίων των ελληνικών συνοικιών». Τα ερείπια κατοικούνται «πέρσι πλημμύρα έπνιξε τριακόσιους Τούρκους που είχαν εγκατασταθεί στα υπόγεια..». Συγκρίνει την καμένη έκταση (σημ.: 260 – 280 εκτάρια, 25.000 περίπου κατεστραμμένα κτίρια) με την αντίστοιχη μικρότερη της Θεσσαλονίκης (120 εκτάρια, 9.500 κατεστραμμένα κτίρια), διαπιστώνει ότι τα ίχνη των παλιών δρόμων έχουν χαθεί.

Περπατά προς τα Τράσσα, «δόξα της Σμύρνης, από τους κεντρικότερους και αριστοκρατικότερους δρόμους»… ψάχνει την οδό Μεγάλα Μπογιατζίδικα, από τις «μεγαλοπρεπέστερες» της Σμύρνης.. αλλά δεν καταφέρνει να την εντοπίσει, όπως και τον Φραγκομαχαλά που οδηγούσε στο τρίστρατο της Αγίας Φωτεινής. «Τίποτα δεν σώζεται από το ιστορικόν αυτό σημείον. Ηθελα να εύρω κανένα μονοπάτι που να ακολουθή τον παλαιόν δρόμον. Δεν υπήρχε πουθενά. Εβάδιζα μέσα στα ερείπια. Τα ερείπια διακόπτουν πολλά μονοπάτια καθέτως προς την προκυμαία. Τα έκαμαν οι Τούρκοι μαθηταί που φοιτούν εις τα δυο παλαιά ελληνικά σχολειά, την Σχολήν και το Κεντρικόν Παρθεναγωγείον – τα δύο καλλιμάρμαρα κτίρια, τα οποία υψούνται ανάμεσα στα ερείπια σαν πραγματικά παλάτια και χρησιμοποιούνται ως τουρκικά σχολεία» (σημ.: είναι τα μοναδικά που σώζονται στο Ιζμίρ).

Νέκρωση

Λεπτομερής είναι η περιγραφή του Ιωνικού και από το άλλοτε εμπορικό κέντρο της Σμύρνης… το Σπίτι του Στρατιώτου, την κατοικία «του τυράννου καταστροφέως της Σμύρνης του επάρατου Αριστείδου Στεργιάδου. Η μαρμάρινη πρόσοψις μένει ακεραία. Αλλά τίποτε άλλο δεν υπάρχει».

Θλιβερή εικόνα αντικρίζει και στα άλλοτε μεγαλοπρεπή κτίρια που στέγαζαν τράπεζες «της Ντόιτσε Μπανκ Φεράιν, της Θεσσαλονίκης, των Αθηνών, της Κρεντί Λυωναί, της Τύνιδος-Αλγερίας … «Από όλα αυτά τα κτίρια δεν έμεινε ίχνος, τα δε ερείπιά των ανεσκάφησαν επανειλημμένως. Διότι οι Τούρκοι ανέσυραν και ανετίναξον τα χρηματοκιβώτια διά να αρπάξουν τον παράν».

Στις περιγραφές του ο Ιωνικός στρέφει συχνά τα βλέμμα του στα ερείπια. «Τώρα εκείνος που βλέπει την Σμύρνην μένει κατάπληκτος και διερωτάται εάν πράγματι ευρίσκεται εις την πόλιν, την εμπορικωτέρα της Ανατολικής Μεσογείου. Η προκυμαία δεν συνταράσσεται από την διασταύρωσιν των κάρων και δεν βομβεί από τας φωνάς των πολυασχόλων Σμυρναίων. Το λιμάνι δεν διασχίζεται από δεκάδας ρυμουλκών… τα πλοία δεν αριθμούνται κατά δεκάδας. Ζήτημα είναι αν ένα φορτηγόν πλοίον επιβατικόν ξένον καταπλέη καθ’ εβδομάδα. Η νέκρωσις εξετάθη εις κάθε παλμόν της πόλεως».

Παντού ακούγεται η ελληνική γλώσσα

Οι επιστολές και ένα σπάνιο χειρόγραφο σχέδιο του 1822, που αποτυπώνει τη διάχυση των διαφορετικών εθνοθρησκευτικών ομάδων, αποτέλεσαν πολύτιμα εργαλεία στην έρευνα της καθηγήτριας Αλέκας Γερόλυμπου. Η μελέτη παρουσιάστηκε στο συνέδριο της Ακαδημίας για τα 90χρονα της Σμύρνης και πρόσφατα σε εκδήλωση της «Τέχνης» με νέα στοιχεία για την πολεοδομική και αρχιτεκτονική εξέλιξη της Σμύρνης. Το σχέδιο, κατά σύμπτωση, ανοίγει συμβολικά τον τελευταίο αιώνα ζωής της «άπιστης Σμύρνης», διευκρινίζει η κ. Γερόλυμπου και είναι «ίσως η πρώτη φορά που μπορούμε να έχουμε μια σαφέστερη εικόνα για τους τόπους της εγκατάστασής τους. Η πόλη συνεχίζει την επέκτασή της στα βόρεια και οι “Greci” αποτελούν κυριολεκτικά την εμπροσθοφυλακή».

Σύμφωνα με τον Ιωνικό, το 1931, 550 ήταν οι Ελληνες υπήκοοι (57 χριστιανοί), 2.500 ο ορθόδοξος πληθυσμός (57 Ελληνες υπήκοοι), ωστόσο η ελληνική γλώσσα ακούγεται παντού. Από τον αστικό χώρο «δεν χάθηκε απλώς μια περιοχή, αλλά ένα ατόφιο πλήρες κομμάτι ιστορικού χρόνου», λέει η κ. Γερόλυμπου. Το νέο σχέδιο από τους Γάλλους πολεοδόμους Ανρί Προστ και τους αδελφούς Ντανζέ «δεν χαράσσεται με βάση τα ιστορικά μνημεία όπως έγινε στη Θεσσαλονίκη. Ο Προστ αρνείται να εξαφανίσει τη μνήμη. Φαίνεται πως οι τοπικές αρχές διαφώνησαν κάθετα μαζί του». Το 1936 το σχέδιο Προστ τροποποιείται για να υποδεχθεί ένα πάρκο 40 περίπου εκταρίων. Οριοθετείται ακριβώς πάνω στις παλιές ελληνικές συνοικίες, εξηγεί η κ. Γερόλυμπου. «Είναι το πάρκο πολιτισμού, θριαμβευτικά αφιερωμένο στην άνοδο της σύγχρονης μοντέρνας Τουρκίας που αποφάσισε πως θα χτίσει το μέλλον της διαγράφοντας έναν ολόκληρο αιώνα από το παρελθόν της».

Έντυπη

Recommended For You