Το καλοκαίρι είναι εδώ. Ήρθε η εποχή της ξενοιασιάς, της χαράς και του «χαλαρά» σαν σήμα κατατεθέν της περιόδου. Αναμνήσεις από παλαιότερα καλοκαίρια μας γυρίζουν πίσω, στα ανέμελα παιδικά μας χρόνια και –προσωπικά– ειδικά, σε εκείνα τα καλοκαίρια που περνούσα στο χωριό.
Όσοι έχουν περάσει τα καλοκαίρια της παιδικής τους ηλικίας σε χωριά, καταλαβαίνουν αμέσως τη διαφορά με ‘κείνα της πόλης. Αναμνήσεις έντονες και συνάμα όμορφες. Εικόνες σαν από καρτ ποστάλ από έναν υπέροχο τόπο. Που, προφανώς, ήταν τόσο υπέροχος γιατί τον νιώθαμε δικό μας. Κι άλλες αναμνήσεις, όμως, που ίσως κάποιους λίγο τους στεναχωρούν, γιατί ίσως ο χρόνος να άλλαξε πολλά, γιατί ίσως πλέον τα δικά τους συγγενικά πρόσωπα να μη βρίσκονται εκεί.
Αναμνήσεις που μας μελαγχολούν γιατί απλά ήταν πολύ όμορφες, αναμνήσεις μιας εποχής που δε θα ξαναγυρίσει· γιατί μεγάλωσες και δεν έχεις πια την ίδια ξεγνοιασιά κι ανεμελιά. Οι μυρωδιές του χωριού, ο μπαχτσές της γιαγιάς με τα φρέσκα λαχανικά, τα απογεύματα που έπαιρνες το ποδήλατο και γύρναγες τις γειτονιές του χωριού. Αν ήσουν τυχερός είχες και κάθε μέρα φρέσκο γάλα στο πρωινό σου.
Οι φίλοι του καλοκαιριού, η απίστευτη ξενοιασιά και το αίσθημα απόλυτης ελευθερίας, αλλά και της τόσης οικειότητας ήταν πράγματα που κανείς απ’ τους κατοίκους μεγάλων πόλεων δε θα καταλάβει. Στους δρόμους μπορούσες να μυρίσεις τα λουλούδια και στα δέντρα να ακούσεις τόσο έντονα τα κελαηδήματα που χρόνια μετά θα σου έμεναν στο μυαλό ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα του χωριού. Χρώματα κι αρώματα τόσο γνώριμα και τόσο ξένα, που διαρκώς σε προκαλούσαν να τα ανακακαλύψεις.
Σε ένα χωριό όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, όλοι, με τον τρόπο τους, ενδιαφέρονται. Δεν έχει γίνει, άλλωστε, τυχαία viral η φράση «τίνος είσαι εσύ;». Για τους ανθρώπους αυτούς, βλέπεις, είναι περίεργο να δουν πρόσωπα που δε γνωρίζουν, που δεν καλημερίζουν.
Όταν τα παιδικά σου χρόνια τα περνάς σε ένα χωριό, συνηθίζεις σε διαφορετικές εμπειρίες. Το πρωί που ξυπνάς κι ανοίγεις τα παράθυρα, δεν ακούς κορναρίσματα κι έντονους θορύβους, αλλά το θρόισμα των φύλων, συνηθίζεις να ψωνίζεις απ’ το παντοπωλείο του κυρ-Δήμου κι όχι από κάποια μεγάλη αλυσίδα σουπερμάρκετ. Ακούς συχνά τον φούρναρη να περνά με το βανάκι του για να μοιράσει το καθημερινό ψωμί, περιμένεις πώς και πώς τον πλανόδιο για να αγοράσεις φρούτα -κυρίως το βασιλιά του καλοκαιριού, το καρπούζι! Συνηθίζεις να ζεις σε εκείνους τους ρυθμούς, τους ήρεμους, τους αργούς, τους ευχάριστους.
Κι αυτές οι αναμνήσεις δε λησμονιούνται, έρχονται απροειδοποίητα κι αφήνουν μια γλυκιά γεύση. Μεγαλώσαμε, λοιπόν, στα χωριά πίνοντας νερό απ’ το λάστιχο, μετρώντας παγωτά, έχοντας χτυπημένα γόνατα, συχνά, απ’ τo παιχνίδι με τα άλλα παιδιά, ανεβαίναμε στα δέντρα για να κόψουμε φρούτα και πάνω από όλα, κάναμε όνειρα! Κάποια απ’ αυτά αστεία για τα ενήλικα μάτια μας, αλλά τόσο σπουδαία για το παιδί μέσα μας.
Αναμνήσεις παιδικής εποχής. Αναμνήσεις που χαράχθηκαν βαθιά μέσα μας. Νομίζεις πως αν επιστρέψεις θα είναι όλα τα ίδια κι η παρέα θα σε περιμένει ακόμα εκεί. Αλλά ο χρόνος δεν αφήνει τίποτα απείραχτο. Όλα τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά και κάπως έτσι, η γλυκιά γεύση γίνεται γλυκόπικρη.
Είσαι τυχερός αν έζησες τα καλοκαίρια σου στο χωριό. Κρατάς αυτό και προχωράς γεμάτος από όμορφες στιγμές!
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.