Κεραμεικός, δηλαδή ο κεραμέας (τεχνίτης), η αλλιώς η ίδια η τέχνη της κεραμικής ή κεραμευτικής.
Κεραμεικός. Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης, προστάτη των κεραμέων, οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει εκεί τα εργαστήριά τους.
Χάρτης του αρχαιολογικού χώρου
Από τον 11ο αι. π.Χ. και για περίπου 1.500 χρόνια, η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Το 1863 η Αρχαιολογική Εταιρεία άρχισε ανασκαφές στην περιοχή, αλλά το 1913 παραχώρησε την έρευνα στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Στον ανεσκαμμένο χώρο, ο οποίος βρίσκεται μεταξύ των οδών Ερμού, Μελιδόνη, Σαλαμίνος και Πειραιώς, και αποδίδει σήμερα τη μορφή που είχε κυρίως κατά την υστεροκλασική περίοδο (4ος αι. π.Χ.), σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση ένα μεγάλο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου του άστεως με δύο από τις σημαντικότερες πύλες του.
Αυτές αποτελούσαν αφετηρίες γνωστών οδών της αρχαιότητας: το Δίπυλο, την επίσημη είσοδο της πόλης, και την Ιερά Πύλη, τη σημαντικότερη από θρησκευτική άποψη. Πολλά από τα ταφικά μνημεία που είχαν ανεγερθεί κατά μήκος των οδών αυτών διατηρούνται ακόμα στη θέση τους.
Οι αρχαιότεροι τάφοι του χώρου χρονολογούνται στην Εποχή του χαλκού. Από την Υπομυκηναϊκή περίοδο (1100-1000 π.Χ.) και έπειτα το νεκροταφείο Κεραμεικού αναπτύσσεται συνεχώς. Κατά την Γεωμετρική περίοδο (1000-700 π.Χ.) και ιδιαίτερα κατά την Αρχαϊκή περίοδο (700-480 π.Χ.) οι τάφοι πληθαίνουν και εντάσσονται σε ταφικούς τύμβους όπου και «σημαίνονται» με επιτάφια μνημεία.
Κατά την Κλασσική περίοδο (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.) τις δύο οδούς που πλησίαζαν το Δίπυλο (εξωτερικά και δυτικά, δηλαδή η από Πειραιά και η Ιερά οδός), τις πλαισίωναν νεκροταφεία και ταφικά μνημεία, συνήθως οικογενειακά, που εξαίρονταν με ταφικά μνημεία. Σ΄ αυτόν τον χώρο και προς την οδό Ακαδημίας Πλάτωνα που πέρναγε δίπλα (βόρεια) από τον σημερινό ναό της Αγίας Τριάδας είχε δημιουργηθεί το «Δημόσιο Σήμα» όπου ήταν ο χώρος ταφής των επιφανών Αθηναίων καθώς και των «πεσόντων εν πολέμω», με χαρακτήρα στρατιωτικού κοιμητηρίου.
Ο εκτάσεως περίπου 40 στρεμάτων αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού καλυπτόταν μέχρι της ανασκαφής του από επιχώσεις ύψους 8-9 μέτρων, δηλαδή του σημερινού επιπέδου της οδού Ερμού. Σήμερα ο επισκέπτης του χώρου βαδίζει ακριβώς στο ίδιο επίπεδο που περπατούσαν οι Αθηναίοι στη κλασική εποχή.
Κατά την κατασκευή του σταθμού «Κεραμεικός» του μετρό βρέθηκαν περίπου 1.000 τάφοι του 4ου και του 5ου αιώνα π.Χ., στον αποκαλούμενο λάκκο της πανούκλας.
Ο Θουκυδίδης περιέγραψε τον πανικό που προκλήθηκε από την πανούκλα, πιθανώς επιδημίας τυφοειδούς πυρετού η οποία έπληξε την πόλη το 430 π.Χ. Η επιδημία διήρκεσε δύο χρόνια και εκτιμάται πως σκότωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού. Έγραψε πως άψυχα σώματα είχαν εγκαταλειφθεί σε ναούς και δρόμους, ώστε στη συνέχεια να συλλεχθούν και να θαφτούν βιαστικά.
Η ασθένεια επανεμφανίστηκε τον χειμώνα του 427 π.Χ.
Μεγάλα τμήματα προσκείμενα σε αυτά που έχουν ήδη ανασκαφεί παραμένουν προς ανακάλυψη, καθώς βρίσκονται κάτω από τα οικοδομήματα της σύγχρονης Αθήνας. Η ανασκαφή αυτών των περιοχών έχει διακοπεί μέχρι να εξασφαλιστεί η ύπαρξη κονδυλίων.
Το Δίπυλο
Το Δίπυλο (ονομασία εκ της διπλής κατασκευής) ήταν η κύρια πύλη (είσοδος) της αρχαίας Αθήνας. Αποκαλύφθηκε από τις ανασκαφές της Αρχαιολογικής εταιρείας κατά τα έτη 1872-1874.
Βρίσκεται περί τα 150 μέτρα ανατολικά από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας και αποτελείται από την εξωτερική πύλη, τον διάδρομο (εισόδου – εξόδου) και την εσωτερική πύλη. Η εξωτερική πύλη του τείχους σύγκειται από δύο ανοίγματα πλάτους έκαστο 3,5 μέτρων και προστατεύεται από δύο εκατέρωθεν τετράγωνους πύργους που προεξέχουν του τείχους κατά 8 μέτρα.
Ο διάδρομος αυλής έχει μήκος 47,40 μέτρα και σχηματίζεται από την προέκταση των δύο τοίχων (σκέλη) του τείχους, εσωτερικά της κύριας γραμμής του. Η εσωτερική πύλη που βρίσκεται στο τέλος της αυλής της εισόδου ίδια σχεδόν κατασκευαστικά με την εξωτερική πύλη, κατά τα ανοίγματα και τους προμαχώνες.
Εκτός όμως του Διπύλου υπήρχε ακόμη μια μικρότερη πύλη η Ιερά πύλη, νοτιοδυτικά του Διπύλου που ανήκε στις Κεραμεικές Πύλες του τείχους επίσης οχυρωμένη την οποία ο Βίλελμ Ντέρπφελντ θεωρούσε ως άνοιγμα για τα νερά του αρχαίου χειμάρρου Ηριδανού.
Σήραγγα του υδραγωγείου, κλειδωμένη για ευνοήτους λόγους…
Ενα ξέφωτο στην μέση περίπου του χώρου. Εικόνα βγαλμένη από την αρχαία Ελλάδα…
Επιτύμβια σήματα Κεραμεικού
Όλοι οι επιτύμβιοι στήλοι και επιτύμβια σήματα που φέρονται ως αναστηλώσεις στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού είναι πιστά αντίγραφα πρωτοτύπων που φυλάσσονται και εκτίθενται στο Μουσείο του Κεραμεικού.
Τμήματα γης δόθηκαν στις πλούσιες οικογένειες για να χτίσουν εκεί τους ταφικούς περιβόλους τους, τους οποίους διακοσμούσαν με ταφικά σήματα, σε ανάμνηση των χαμένων μελών τους.
Οι οικογενειακοί ταφικοί περίβολοι ήταν ορθογώνια κτίσματα με πολυγωνική ή ισόδομη τοιχοποιία και περιέκλειαν τάφους μιας οικογένειας. Ο μαρμάρινος γλυπτός διάκοσμός τους παρουσίαζε πλούτο και ποικιλία μορφών: επιτύμβιες στήλες, ανάγλυφες ή γραπτές, μαρμάρινα αγγεία, κίονες, πεσσοί, τράπεζες και διάφορα ζώα (σκύλοι, λιοντάρια, ταύροι).
Τα κυριότερα μνημεία της Ιεράς Οδού είναι το ταφικό κτίσμα με τη στήλη της Αντίδοσης, ένα δεύτερο με τη λήκυθο της Αριστομάχης, η λουτροφόρος του Ολυμπίχου και ο τύμβος με το ανάγλυφο της Ευκολίνης. Σε εξαιρετική κατάσταση διατηρούνται τα μνημεία της οδού Πειραιώς.
Θεμιστόκλειο τείχος
Σημαντικό τμήμα του τείχους αυτού διασχίζει τον σημερινό αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, με κατεύθυνση βορρά προς νότο, σε μήκος περίπου 200 μέτρων που αποτελεί και το καλύτερα σήμερα διατηρημένο τμήμα του. Το Θεμιστόκλειο τείχος είχε ολική περίμετρο περίπου 6.500 μ. και διέθετε τουλάχιστον 13 πύλες.
Τα θεμέλια του Θεμιστοκλείου τείχους τέθηκαν το 479 – 478 π.Χ. κατόπιν της προτροπής του ίδιου του Θεμιστοκλή, (εκ του οποίου και έλαβε το όνομα), το οποίο έμεινε και διατηρήθηκε για 1000 περίπου χρόνια.
Από τις περιγραφές του Θουκυδίδη έμειναν γνωστά τα ιστορικά εκείνα γεγονότα που υποχρέωσαν τους Αθηναίους στη βιαστική ανέγερσή του, μετά την αποχώρηση των Περσών και προ του Σπαρτιατικού κινδύνου. Η βάση του τείχους αυτού είναι λίθινη ενώ κατά το υπόλοιπο ύψος ήταν κατασκευασμένο με μεγάλους πλίνθους. Το μέγιστο ύψος του έφθανε τα 8 μέτρα όπου και αναπτύσσονταν οι επάλξεις του. Το φάρδος του έφθανε τα 2,5 μέτρα.
Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το τείχος φέρεται να επισκευάστηκε τρεις φορές, μία το 420 π.Χ., μία επί Κόνωνος περί το 494 π.Χ. και μία περί το 338 π.Χ. ή το 307 π.Χ. κατά την διάρκεια των Μακεδονικών πολέμων.
Στη τρίτη αυτή επισκευή η αμυντική αυτή οχύρωση ενισχύθηκε με την κατασκευή ενός δεύτερου τείχους εξωτερικού το λεγόμενο «προτείχισμα». Μεταξύ του «Προτειχίσματος» και του τείχους διερχόταν η λεγόμενη «περιφερική οδός».
Το 86 π.Χ. εισέβαλε στην Αθήνα ο Ρωμαϊκός στρατός υπό τον Σύλλα από την περιοχή του Κεραμεικού, όπου και άρχισε η καταστροφή του τείχους. Κατά τους επόμενους τρεις αιώνες της λεγόμενης «ρωμαϊκής ειρήνης» η οχύρωση της αρχαίας Αθήνας περιέπεσε σε αχρηστία.
Η επιδρομή των βαρβάρων Ερούλων που ακολούθησε, το 267 (μ.Χ.), υποχρέωσε τους Αθηναίους να καταφύγουν υπό τον Δέξιππο στα γύρω βουνά. Αναθαρρεμένοι όμως από την παρουσία του ρωμαίου στρατηγού και ναυάρχου Κλεόδαμου που έσπευσε προς βοήθειά τους επέστρεψαν και επισκεύασαν όπως όπως το τείχος, πιθανώς επί Αυτοκράτορα Βαλεριανού, αποκρούοντας έτσι την επίθεση. Η τελευταία επισκευή που έγινε στο τείχος αναφέρεται στην εποχή του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄.
Στον Κεραμεικό αποκαλύφθηκαν και διασώζονται οι δύο από τις πύλες του, το «Δίπυλο» και η «Ιερά Πύλη».
Στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., μπροστά από την πύλη, μέσα στην πόλη, χτίστηκε κρήνη και μαρμάρινη στοά, όπου μπορούσαν να αναπαύονται οι οδοιπόροι. Εκεί κοντά, δίπλα στον κεντρικό πεσσό της πόλης, αφιέρωσαν οι Αθηναίοι έναν κυκλικό βωμό στον Έρκειο Δία, προστάτη της οικίας, στον Ερμή και στον Ακάμαντα, επώνυμο ήρωα της φυλής στην οποία ανήκε ο δήμος της περιοχής.
Η Ιερά Πύλη η δεύτερη πύλη του τείχους, που έχει αποκαλυφθεί στον χώρο του Κ.– 40 μ. δυτικότερα του Διπύλου, είναι απλή, χτισμένη περίπου με το ίδιο σχέδιο, αλλά μικρότερη. Μέσα από αυτήν περνούσε ο ποταμός Ηριδανός, του οποίου η κοίτη σκεπάστηκε τον 3ο αι. μ.Χ. με μαρμάρινη καμαρωτή κάλυψη, ενσωματώθηκε στο ανατολικό σκέλος της πύλης και μετατράπηκε σε οχετό. Κοντά στον δυτικό εξωτερικό πύργο της Ιεράς Πύλης υπήρχε μία μικρή πυλίδα
Στον χώρο μεταξύ των δύο πυλών, μέσα στην πόλη, ανεγέρθηκε, περίπου το 400 π.Χ., το Πομπείον, ένα λαμπρό κτίριο με περίστυλη αυλή, στοές στις τέσσερις πλευρές του και πρόπυλο· οι δύο κιονοστοιχίες του στα Β και στα Α έκλειναν πίσω με μία σειρά δωματίων με κλίνες. Το κτίριο αυτό ήταν προορισμένο για την προετοιμασία των πομπών και τη διαφύλαξη των ιερών σκευών που χρησιμοποιούνταν σε αυτές. Από τον 2ο αι. π.Χ. το κτίριο άρχισε να χρησιμοποιείται και ως Γυμνάσιο.
Μετά την κατάληψη των Αθηνών από τον Σύλλα (86 π.Χ.) το Πομπείον καταστράφηκε. Πολύ αργότερα, επί Αντωνίνου του Ευσεβούς, επάνω στα ερείπιά του χτίστηκε τρίκλιτη βασιλική «ες παρασκευήν των πομπών» (Παυσανίας Γ 2,4). Το δεύτερο αυτό Πομπείον καταστράφηκε κατά τη λεηλασία της Αθήνας από τους Ερούλους (267 μ.Χ.) και στη θέση του χτίστηκαν διάφορα εργαστήρια, κυρίως κεραμικά. Τον 4ο αι. μ.Χ. στον χώρο αυτό ανεγέρθηκαν ένα μνημείο και στοές, που συνδέονταν με την τελευταία άνθηση των Παναθηναίων.
Όπως και σε άλλες ελληνικές πόλεις έτσι και στην Αθήνα τα νεκροταφεία βρίσκονταν έξω από τα τείχη, κατά μήκος των μεγάλων οδικών αρτηριών που συνέδεαν την πόλη με τους διάφορους δήμους της Αττικής. Από το Δίπυλο μια μεγάλη πομπική οδός, μήκους 1.500 μ., οδηγούσε στο ιερό του ήρωα Ακάδημου, μέσα στον ελαιώνα της πεδιάδας του Κηφισού, εκεί όπου δίδαξε ο Πλάτωνας τον 4ο αι. π.Χ. Το πλάτος αυτής της οδού καθοριζόταν από δύο ορόσημα με την επιγραφή «όρος Κεραμεικού», τα οποία είχαν τοποθετηθεί δίπλα στο τείχος, κοντά στους δύο εξωτερικούς πύργους του Διπύλου.
Ανατολικά της εσωτερικής πύλης του Διπύλου και του Θεμιστοκλείου τείχους εκτείνεται ο Έσω Κεραμεικός, η συνοικία δηλαδή εκείνη της αρχαίας Αθήνας που αποτελούσε το σημαντικότερο τμήμα της, την οποία και διέσχιζε η μεγάλη οδός, η λεγόμενη οδός των Παναθηναίων, που ήταν η κεντρική οδική αρτηρία της πόλης, ο κατά τον Ιμέριο «ευθυτενής τε και λείος δρόμος, όστις καταβαίνων άνωθεν, σχίζει τας εκατέρωθεν αυτώ (Κεραμεικώ) παρατεταμένας στοάς εφ ών αγοράζουσι οι Αθηναίοι».
Κατά τις λεπτομερείς περιγραφές του χώρου αυτού από τον Παυσανία αμέσως μετά την εσωτερική πύλη του Διπύλου ήταν το Πομπείο και πολλά άλλα κτίσματα, ναοί, στοές, δημόσια ιδρύματα τα οποία βρίσκονταν στην Αρχαία Αγορά η οποία και αποτελούσε και το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο τμήμα του Έσω Κεραμεικού, τόσο ώστε το όνομα Κεραμεικός πολλές φορές στα κείμενα να ταυτίζεται με την Αρχαία Αγορά.
Το νεκροταφείο είχε διάφορες ονομασίες, όπως Δημόσιον Σήμα, Πολυάνδριον, Το Μνήμα. Η παλαιότερη σχετική φιλολογική μαρτυρία απαντά στον Θουκυδίδη (Β’ 34), ενώ εκτενή περιγραφή της οδού και των μνημείων της παραδίδει ο Παυσανίας (Α’ 29,2 – 30,1). Σύμφωνα με αυτήν, ένας από τους πρώτους τάφους που συναντούσε κάποιος ήταν του Περικλή· έπειτα αναφέρονται άλλα γνωστά ονόματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ. ή και μεταγενέστερα, αλλά και παλαιότερα, όπως των τυραννοκτόνων Αρμοδίου και Αριστογείτονα ή του Κλεισθένη.
Επίσης γνωστό ότι εκεί, τελούνταν οι ετήσιες επίσημες τελετές προς τιμήν των νεκρών.
Ο τάφος των λακαιδαιμόνιων
Ο μόνος αναγνωρισμένος τάφος που έχει ανασκαφεί είναι ο τάφος των Λακεδαιμονίων που έπεσαν στον Πειραιά το 403 π.Χ., όταν έλαβαν μέρος στις εσωτερικές διαμάχες των Αθηναίων. Το επιτύμβιο αυτό βρέθηκε στο δυτικό κράσπεδο της οδού. Στην πρόσοψή του ακουμπούσε λίθινος όρος, όμοιος με εκείνους που βρέθηκαν στην αρχή της οδού. Το μνημείο είναι μια απλή ορθογώνια κατασκευή, με λαξευτούς πωρόλιθους και επίστεψη μαρμάρινων πλακών, όπου είχαν αναγραφεί τα ονόματα των νεκρών. Στη μία πλάκα που σώθηκε αναφέρονται τα ονόματα Χαίρων και Θίβρακος, πολέμαρχοι.
Όταν ο Παυσανίας περιηγήθηκε την Αθήνα, το μνημείο ήταν σκεπασμένο. Επειδή όμως το αναφέρει ο Ξενοφώντας (Ελληνικά Β’ 4,33), έγινε δυνατή η ταύτισή του. Λίγα μέτρα βορειότερα βρίσκεται δεύτερος δημόσιος τάφος· δεν έχει ανασκαφεί όμως ολόκληρος και έτσι δεν έχει ταυτιστεί ακόμα με ένα ιστορικό γεγονός.
Έχει ορθογώνιο σχήμα και σχηματίζει κύκλο στη μέση, ενώ μπροστά του είχε στηθεί και τέταρτο ορόσημο. Εκτός από τους χτιστούς τάφους βρέθηκαν και δύο τύμβοι, ο ένας του 5ου και ο άλλος του 4ου αι. π.Χ. Στον χώρο μεταξύ του Δημοσίου Σήματος και της Ιεράς Οδού βρέθηκαν λείψανα κεραμικών εργαστηρίων των ρωμαϊκών χρόνων. Τους δύο δρόμους συνέδεε ένας μικρότερος, που κατέληγε στη γέφυρα του Ηριδανού.
Από την Ιερά Πύλη ξεκινούσαν δύο οδοί· η ανατολικότερη ταυτίζεται, από το ορόσημο που βρέθηκε στο δυτικό κράσπεδό της, με την περίφημη Ιερά Οδό, που κατέληγε στην Ελευσίνα (σώθηκε η επιγραφή «όρος της οδού της Ελευσίναδε»), την οποία ακολουθούσε η πομπή για το ελευσίνιο ιερό της Δήμητρας. Η δεύτερη οδός οδηγούσε στον Πειραιά.
Στο σημείο όπου διχάζονται οι δύο οδοί υπάρχει μικρό τέμενος, άβατο, το Ιερό των Τριτοπατρέων (θεοτήτων που είχαν σχέση με την αναπαραγωγή και τη λατρεία των προγόνων), όπως πληροφορούν οι επιγραφές που βρίσκονται στις δύο γωνίες του τραπεζιόσχημου περιβόλου του και στην άκρη ενός δεύτερου υπαίθριου χώρου, ο οποίος εντάσσεται σε αυτόν.
Στην αρχή της οδού Πειραιώς, στο δυτικό κράσπεδο, σώζονται τα ερείπια ενός μικρού ιερού άγνωστης θεότητας. Στην περιοχή αυτή βρίσκονται και οι τάφοι των προξένων της πόλης των Αθηνών, όπως πληροφορούν τα δύο επιτάφια μνημεία με επιτύμβια επιγράμματα, που ανήκουν στον πρόξενο Πυθαγόρα από τη Σηλυβρία (μέσα 5ου αι. π.Χ.) και στους προξένους Θέρσανδρο και Σιμύλο από την Κέρκυρα. Τις δύο αυτές οδούς πλαισιώνουν υστεροκλασικά οικογενειακά επιτύμβια μνημεία, κυρίως του 4ου αι. π.Χ., πολύτιμα δείγματα για τη γνώση των μνημείων αυτού του είδους.
Εκείνη την περίοδο ο χώρος του νεκροταφείου του Κ. οργανώθηκε σε νέες βάσεις. Τμήματα γης δόθηκαν στις πλούσιες οικογένειες για να χτίσουν εκεί τους ταφικούς περιβόλους τους, τους οποίους διακοσμούσαν με ταφικά σήματα, σε ανάμνηση των χαμένων μελών τους.
Το μουσείο
Βασιλική Ορφανού, αρχαιολόγος.
“Το Αρχαιολογικό Μουσείο του Κεραμεικού στεγάζει εκθέματα, σχεδόν αποκλειστικά ταφικού χαρακτήρα, που προέρχονται από τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, εκτάσεως 38.500 τ.μ.
Το μουσείο βρίσκεται μέσα στον ομώνυμο αρχαιολογικό χώρο και η πρόσβασή του γίνεται από στον πεζόδρομο της οδού Ερμού. Πρόκειται για ένα λιτό ισόγειο τετράγωνο κτήριο, η πρόσοψη του οποίου πλαισιώνεται από στεγασμένη εξωτερική στοά,σχήματος Γ.
Εσωτερικά υπάρχουν τέσσερις εκθεσιακοί χώροι που περιβάλλουν το στεγασμένο αίθριο, διαμορφωμένο με ελιές και δάφνες ως μικρός εσωτερικός κήπος. Στον πρώτο χώρο και το αίθριο φιλοξενούνται τα έργα της γλυπτικής, που καλύπτουν όλες τις εποχές της αρχαιότητας, ενώ στις υπόλοιπες τρεις αίθουσες εκτίθεται κεραμική και άλλα ευρήματα που προέρχονται κυρίως, από την νεκρόπολη του Κεραμεικού.
Πίσω από τους εκθεσιακούς χώρους βρίσκονται αποθηκευτικοί χώροι και το εργαστήριο συντήρησης. Εκδοτήριο και πωλητήριο συναντά κανείς στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου στην οδό Ερμού.”
Το Μουσείο αυτό χαρακτηρίζεται ως το αποκλειστικότερο και πλουσιότερο, κυρίως σε εκθέματα ταφικού χαρακτήρα, που θεωρούνται τα καλύτερα του είδους απ΄ όλα τα εκτιθέμενα στην ελληνική επικράτεια.
Στο Μουσείο του Κεραμεικού, εκτίθενται ευρήματα από τον Έξω Κεραμεικό αρχαιολογικό χώρο. Τα ευρήματα του Έσω Κεραμεικού χώρου εκτίθενται μαζί μ΄ εκείνα της Αρχαίας Αγοράς στο ομώνυμο μουσείο που φιλοξενείται στη Στοά του Αττάλου.
Το 1982, εκλάπηκε από το Μουσείο μία μελανόμορφη λήκυθος.