Εναν αιώνα μετά τη δεκαετία κατά την οποία ο Αμερικανός αστρονόμος Eντουιν Χαμπλ απέδειξε πως ο γαλαξίας μας δεν ήταν ο μοναδικός γαλαξίας στο σύμπαν και ο Ζορζ Λεμέτρ έθετε τις βάσεις για τη Θεωρία της Μεγάλης Eκρηξης, οι σύγχρονοι αστρονόμοι θα έχουν σύντομα την ευκαιρία να μελετήσουν το σύμπαν με μερικά από τα πιο γιγάντια τηλεσκόπια στην επιφάνεια της Γης και στο Διάστημα.
Γιατί η τεχνολογία και οι νέες τεχνικές που εφαρμόστηκαν μας έδωσαν την ευκαιρία ώστε πολύ μεγαλύτερα τηλεσκόπια να έχουν αρχίσει ήδη να ξεφυτρώνουν στις ψηλές βουνοκορφές του πλανήτη μας, αλλά και στο Διάστημα. Με πρώτο και καλύτερο τον αντικαταστάτη του διαστημικού τηλεσκοπίου Χαμπλ, το οποίο θα εκτοξευθεί στις 22 Δεκεμβρίου με την ονομασία James Webb (1906-1992), από το όνομα του διοικητή της NASA στη διάρκεια της προετοιμασίας του προγράμματος «Απόλλων», από το 1961 έως το 1968.
Η τροχιά στην οποία θα τοποθετηθεί το διαστημικό τηλεσκόπιο Γουέμπ, όμως, δεν μοιάζει καθόλου με αυτήν του Χαμπλ, το οποίο περιφέρεται γύρω από τη Γη σε ύψος περίπου 550 χιλιομέτρων. Στη περίπτωση του Γουέμπ, η τροχιά του είναι τελείως διαφορετική, αφού πρόκειται να πάρει θέση σε ένα από τα πέντε σημεία Λαγκράνζ, και συγκεκριμένα στο σημείο Λαγκράνζ L-2, σε απόσταση 1,5 εκατομμυρίου χιλιομέτρων από τη Γη. Γι’ αυτό άλλωστε μετά την εκτόξευσή του με έναν πύραυλο-φορέα Αριάν θα χρειαστεί περίπου τρεις μήνες για να φτάσει και να «παρκάρει» εκεί. Το κυρίως κάτοπτρο του JWST αποτελείται από 18 εξάγωνα κάτοπτρα με συνολική διάμετρο 6,5 μέτρων σε σύγκριση με το κάτοπτρο του Χαμπλ, το οποίο δεν υπερβαίνει τα 2,4 μέτρα, έχει δηλαδή έξι φορές μεγαλύτερη επιφάνεια από το Χαμπλ, γεγονός που θα δίνει στο Γουέμπ μεγαλύτερες δυνατότητες συγκέντρωσης της ακτινοβολίας που έρχεται από το σύμπαν.
Επιπλέον, οι φωτογραφικές μηχανές του αποτυπώνουν τις οπτικές και υπέρυθρες ακτινοβολίες με μεγαλύτερη ευκρίνεια, ενώ τα όργανα που θα διαθέτει θα είναι ανώτερης ποιότητας των οργάνων του Χαμπλ, επιτρέποντάς του έτσι να κάνει πολύ καλύτερες παρατηρήσεις διαφόρων αντικειμένων σε αποστάσεις δισεκατομμυρίων ετών φωτός. Η διακριτική του ικανότητα θα είναι τόσο μεγάλη ώστε θα μπορεί να φωτογραφίζει μία μπάλα ποδοσφαίρου σε απόσταση 550 χιλιομέτρων, με αποτέλεσμα να διακρίνει άστρα μέχρι και 100 φορές πιο αμυδρά από αυτά που βλέπει το Χαμπλ και δέκα δισεκατομμύρια φορές πιο αμυδρά από αυτά που βλέπουμε με γυμνό μάτι. Ενας πραγματικά ιδανικός παρατηρητής στην ανακάλυψη και μελέτη των πρώτων άστρων και γαλαξιών που δημιουργήθηκαν μετά τη Μεγάλη Εκρηξη που γέννησε το σύμπαν, στη διερεύνηση της εξέλιξης των γαλαξιών, στη παραγωγή των χημικών στοιχείων στα άστρα, καθώς και στον υπολογισμό της μορφής (γεωμετρίας) που έχει το σύμπαν και της διανομής της σκοτεινής ύλης σε αυτό.
Αλλά και στην επιφάνεια της Γης τα νέα τηλεσκόπια υπόσχονται να μας ταξιδέψουν μακριά στο σύμπαν. Αρχίζοντας με το «μικρότερο» γιγάντιο τηλεσκόπιο της δεκαετίας, πρώτο στη σειρά έρχεται το Γιγάντιο Τηλεσκόπιο Μαγγελάνος (GMT=Giant Magellan Telescope), που κατασκευάζεται στη Χιλή. Καθένα από τα επιμέρους επτά κάτοπτρά του έχει διάμετρο 8,4 μέτρων, ενώ ο συνδυασμός αυτός θα δημιουργήσει ένα τηλεσκόπιο ισοδύναμης ισχύος με ένα κάτοπτρο διαμέτρου 24,5 μέτρων και διακριτική ικανότητα 10 φορές μεγαλύτερη του Χαμπλ. Το οπτικό/υπέρυθρο αυτό τηλεσκόπιο θα έχει συνολικό βάρος περίπου 2.100 τόνων και προβλέπεται να λειτουργήσει στη Χιλή το 2029.
Για τo 2027, ωστόσο, ετοιμάζονται ήδη ακόμη μεγαλύτερα τηλεσκόπια όπως είναι το ευρωπαϊκό τηλεσκόπιο ΕLT που θα εγκατασταθεί στη Χιλή, με διάμετρο κατόπτρου 39,3 μέτρων και θα έχει την ικανότητα να συγκεντρώνει 100 εκατομμύρια φορές περισσότερο φως απ’ ό,τι το ανθρώπινο μάτι ενώ θα έχει 16 φορές μεγαλύτερη διακριτική ικανότητα απ’ ό,τι το Χαμπλ! Ενα τόσο γιγάντιο τηλεσκόπιο θα έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει δύο πυγολαμπίδες σε απόσταση 200.000 χιλιομέτρων. Την ίδια χρονιά αναμένεται να λειτουργήσει και το ΤΜΤ, το «Τηλεσκόπιο των 30 Μέτρων», που αποτελείται από 492 μικρότερα κάτοπτρα και το οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί στη Χαβάη στην κορυφή του Μόνα Κέα.
Υπολογίζεται ότι με τις δυνατότητες των νέων αυτών τηλεσκοπίων θα μπορέσουμε να μελετήσουμε επίσης με μεγαλύτερη ευκρίνεια τις διαδικασίες γένεσης πλανητικών συστημάτων σε νεογέννητα άστρα σε απόσταση μερικών δεκάδων ή εκατοντάδων ετών φωτός από τη Γη, ενώ ακόμη πιο μακριά, σε απόσταση μερικών δεκάδων εκατομμυρίων ετών φωτός, θα παρατηρήσουμε τις διεργασίες που συμβαίνουν στο κέντρο των γαλαξιών και ειδικότερα στις τεράστιες μαύρες τρύπες που ελλοχεύουν στα γαλαξιακά κέντρα. {https://www.kathimerini.gr}
* Ο κ. Διονύσης Π. Σιμόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου.