Οι σκάλες στην βόρεια έξοδο της στάσης μετρό της Ομόνοιας οδηγούν στην συμβολή των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Μαρίκας Κοτοπούλη. Βγαίνοντας από την έξοδο του μετρό και προχωρώντας στα δεξιά, αφήνοντας την πλατεία Ομονοίας πίσω, δεσπόζει το πολυώροφο κατάστημα “Χόντος” ενώ στα αριστερά, μετά από κανα δυο ταχυφαγεία, βρίσκεται στην αρχή της Μαρίκας Κοτοπούλη, στον αριθμό 2, ένα τροχείο εργαλείων μανικιούρ – πεντικιούρ.
Στο τέρμα του ίδιου τετραγώνου και στα αριστερά, γωνία με Σατωβριάνδου, βρίσκεται ένα υπαίθριο πάρκινγκ ενώ κατά καιρούς στεγάζονταν -ή και στεγάζονται ακόμη- στην ίδια αυτή μικρή οδό ένα χαμάμ, ένα κουρείο, το ξενοδοχείο “Κοσμοπολίτ”, ο ομώνυμος κινηματογράφος που παίζει ερωτικές ταινίες, το περίφημο γαλακτοπωλείο – ζαχαροπλαστείο “Στάνη” και άλλα καταστήματα. Στην θέση του σημερινού υπαίθριου πάρκινγκ στο ύψος της Σατωβριάνδου, βρισκόταν κάποτε, όταν ακόμη η Μαρίκας Κοτοπούλη ονομαζόταν Ίωνος, ένα καφε – μπαρ.
Ήταν το περίφημο μπαράκι “του Μάριου” στην Ίωνος 6.Το μαγαζί αυτό λειτούργησε επί 16 χρόνια, από το 1946 έως το 1962 και αποτελούσε το καθημερινό στέκι των πρώτων ονομάτων του ρεμπέτικου, ενώ ακριβώς δίπλα, στο στέκι του Γιάννη Χαριτόπουλου που ήταν πιο παλιό σύχναζαν τα λιγότερο γνωστά ονόματα του ρεμπέτικου καθώς και όσοι δεν χωρούσαν στου «Μάριου» το οποίο μετά το μεσημέρι ήταν πάντα γεμάτο. Βαμβακάρης, Διονυσίου, Τσιτσάνης, Χιώτης, Καλδάρας, Μητσάκης, Βίρβος και πολλοί ακόμη συνθέτες, στιχουργοί και τραγουδιστές άκουγαν αρχικά από ένα πικάπ ακουμπισμένο πάνω στο μπουφέ και αργότερα από ένα τζουκ μποξ τους δίσκους τους και αντάλλαζαν γνώμες και κριτικές ενώ αποτύπωναν στο χαρτί τις νότες με τα καινούργια τραγούδια πριν τα πάνε για εγγραφή στο στούντιο της Columbia στην Ριζούπολη.
Ακόμη, κλείνονταν επιτόπου και τα συγκροτήματα για τα πανηγύρια ή για τριήμερα σε λαϊκά κέντρα της Αθήνας και της επαρχίας.
Στου “Μάριου” που ήταν ένα από τα γνωστότερα στέκια όπου σύχναζαν οι ρεμπέτες, συχνά οργανώνονταν αυτοσχέδια γλέντια. Στο ισόγειο και στο πατάρι του μαγαζιού που είχε αρκετό βάθος, συναντιώνταν και διασκέδαζαν (ενίοτε δε και δημιουργούσαν) μπουζουξήδες, τραγουδιστές, συνθέτες, στιχουργοί και οργανοπαίκτες, δίπλα σε αστούς αλλά και λούμπεν στοιχεία, νταήδες και μαστροπούς. Ο Τάκης Μπίνης έπαιζε και τραγουδούσε στο πατάρι με τον Απόστολο Χατζηχρήστο, τον Στέλιο Κηρομύτη, τον Λευτέρη Τσαγκάρη, τον Γιώργο Λαύκα και τον Ορφέα Κρεούζη.
Ο Μάρκος βαμβακάρης έλεγε για το στέκι: «Όποιος δεν ήπιε ούζο στου “Μάριου” δεν λογίζεται μπουζουξής, δεν έχει θέση στην οικογένειά μας», ο δε Τάκης Μπίνης, από τους μόνιμους θαμώνες στο θρυλικό καφε – μπαρ της οδού Ίωνος, έλεγε κι αυτός: «Όσοι δεν πέρασαν από του “Μάριου” και δεν ήπιαν ποτό ή καφέ, δεν πήραν το βάφτισμα του μουσικού ή του μπουζουξή. Ήταν το στέκι μας, το δικό μας στρατηγείο».
Δεν υπήρχε γνωστός ρεμπέτης που να μην το επισκεπτόταν και που να μην του είχαν κολλήσει και κάποιο παρατσούκλι. Εκεί σύχναζαν ο Απόστολος Καλδάρας (του είχαν αποδώσει το παρατσούκλι “Γεωπόνος”), ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Βασίλης Τσιτσάνης (στον οποίον είχαν κολλήσει το παρατσούκλι “Βλάχος”), ο Μάρκος Βαμβακάρης (“Βραχνός”), ο Μανώλης Χιώτης (“Αριστοκράτης”) ο Στέλιος Καζαντζίδης (“Ντροπαλός”) η Μαρίκα Νίνου, η Σεβάς Χανούμ (“Όμορφη”) η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και πολλοί ακόμη. Ο στιχουργός Κώστας Βίρβος περιέγραψε με χαρακτηριστικό τρόπο τους θαμώνες του «Μάριου» (οι στίχοι μελοποιήθηκαν από τον Γιάννη Μαρκόπουλο στον κύκλο τραγουδιών «Παιχνίδι με τον χρόνο» με ερμηνευτή τον Λεωνίδα Βελλή) και τους περισσότερους τους ανέφερε στην “Οδό Ίωνος” με τα παρατσούκλια τους:
Ίωνος μέσα στο στενό στο Μάριο το Συριανό
επήγαιναν να πιουν ρακί οι καλλιτέχνες οι λαϊκοί.
Ο Στράτος ο «τεμπέλης» με το «βραχνό» το Μάρκο
που χάλαγε ο κόσμος σαν βγαίνανε στο πάλκο
ο «Βλάχος» ο Τσιτσάνης κι η Νίνου η Μαρίκα
η Σωτηρία Μπέλλου με μια παρέα γλύκα.
Ίωνος μέσα στο στενό στο Μάριο το Συριανό
επήγαινε κι ο «σερ Μπιθί» πινάκλ να παίξει και ραμί
ο Παπαϊωάννου ο «ψηλός» κι ο Καζαντζίδης ο ντροπαλός
ο Μπάτης πούταν παληατζής και ο «κομψός» ο Κυριαζής
τα πιο καλά μπουζούκια ο «Ντίλιγκερ» κι ο «Σπόρος»
εδώ κι ο Τσαουσάκης κάθε τραγούδι ντόρος
Χρυσίνης, Περιστέρης οι δυο μαέστροι τότες
αυτοί στις εταιρείες σού άνοιγαν τις πόρτες
Ίωνος μέσα στο στενό στο Μάριο το Συριανό
η Ευτυχία μας η «Γρηά» πουλούσε στίχους μπιρ παρά
Να κι ο «Κοριός» με τον Πετσά και το Νταράλα το Λουκά
ο Χατζηχρήστος ο «γλυκός» κι ο Δερβενιώτης ο «χοντρός»
ο Χιώτης ο Μανώλης ο «Γκραν Αριστοκράτης»
μαζί κι η Μαίρη Λίντα με τα γουναρικά της
ο Τόλιος ο Καλδάρας καθόταν στη γωνία
τον πήρε το μπουζούκι απ’ τη Γεωπονία
«Τσάντας ο Λόγιας» πάντα εδώ Βασιλειάδης το σωστό
ο Λαύκας και ο «Μπιρ – Αλλάχ» κι η όμορφη «Χανούμ Σεβάχ».
Να κι ο Ζαμπέτας προσπαθεί στις εταιρείες για να μπει
η Γκρέυ και ο Γαβαλάς που τότες ήτανε ψαράς
το Γκόγκο τον Δημήτρη τον ‘λεγαν «Μπαγιαντέρα»
γιατί για μπαγιαντέρες τραγούδησε μια μέρα
ο Σταύρος Τζουανάκος κι ο Γιώργος ο Μητσάκης.
Να κι ο Κολοκοτρώνης και ο Καραπατάκης
ταλέντο φωτεινό που λες μα πούλαγε τις μουσικές.
Ίωνος μέσα στο στενό επήγαινα παιδί κι εγώ
επήγαινα παιδί κι εγώ Ίωνος μέσα στο στενό.
Στο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Η Μαρίτσα» που κυκλοφόρησε το 1952 με ερμηνευτές τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και τον ίδιο, ο Τσιτσάνης αναφερόταν στο μπαράκι του «Μάριου»:
Πάρε βόλτα κι έλα απόψε
στις οχτώμιση μ’ εννιά
και στου Μάριου θα μ’ εύρεις,
καθισμένο στη γωνιά.
Ω, κοπελίτσα μου, καλέ Μαρίτσα μου,
να σε κάνω πριγκιπέσα στο δικό μου τον οντά,
με χανούμια να χορεύεις, κοπελίτσα μου γλυκιά·
και θ’ ακούσεις του Τσιτσάνη την πλανεύτρα την πενιά.
Ο ιδιοκτήτης, ο Μάριος Δαλέζιος, ήταν Συριανός καθολικός, πανύψηλος και εύσωμος και πάντα καλοντυμένος. Ήταν παντρεμένος από το 1944, με την όμορφη όσο και εντυπωσιακή χορεύτρια και αργότερα τραγουδίστρια Άννα Γκαλ (Μπινοπούλου) που την γνώρισε όταν χόρευε με τον Μανώλη Καστρινό στο θέατρο «Περοκέ» με τον θίασο Κοκκίνη – Μαυρέα – Ντάβου και τους ηθοποιούς Δέσπω Διαμαντίδου, Νίκο Σταυρίδη, Γεωργία Βασιλειάδου, Νίτσα Μόλυ, Καλή Καλό, Μπέμπα Δόξα. Η Άννα Γκαλ ήταν αδελφή της Ρίτας Μπινοπούλου που είχε παντρευτεί τον Σταύρο Τζουανάκο, συνθέτη, τραγουδιστή και σολίστα του μπουζουκιού. Ο στιχουργός Κώστας Βίρβος έλεγε για τον ιδιοκτήτη: «Ο Μάριος ήταν ένας λεβεντάνθρωπος. Ψηλός, γεμάτος, 150 κιλά, σαν ογκόλιθος. Κάπνιζε, έπινε κι έπαιζε χαρτιά. Δίπλα από τον πάγκο του μαγαζιού υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι όπου έπαιζαν ραμί και πρέφα. Ο Μπιθικώτσης και κάποιοι ταξιτζήδες ήταν οι μόνιμοι πρεφαδόροι. Όταν ερχόταν στον Πειραιά ο 6ος Στόλος, ο Μάριος για κάποιες νύχτες μετέτρεπε το μπαρ, στον χώρο με το πατάρι, σε καμπαρέ με ζωντανή μουσική. Είχε μια μικρή ορχήστρα με κεντρικό όργανο το σαξόφωνο και οι Αμερικανοί ναύτες έπιναν, χόρευαν και έκαναν φασαρία. Όσοι απ’ αυτούς μεθούσαν και προσπαθούσαν να κάνουν επεισόδια, τους πέταγαν σηκωτούς στο πεζοδρόμιο της Ίωνος και τους μάζευε η Αμερικανική Ναυτική Αστυνομία».
Έκπληξη προκάλεσε η παρουσία αρχές δεκαετίας του 1950 στο μπαράκι του Μάνου Χατζιδάκι, για τον οποίον ο Βίρβος έλεγε: «Έμπαινε μέσα, έπιανε ένα τραπεζάκι σε μία γωνία κι έπινε το καφεδάκι του. Χαιρετούσε διά νεύματος και δεν μιλούσε. Καθόταν μια-δυο ώρες κι έφευγε. Ήξερε μόνον τον Ζαμπέτα, αλλά και μ’ αυτόν μιλούσε αραιά και πού».
Στο στέκι είχε ξεσπάσει κάποτε μια γερή κόντρα ανάμεσα στον Τσιτσάνη και τον Χιώτη. Ένα μεσημέρι κάθονταν σε διπλανά τραπέζια και λογομαχούσαν για το μουσικό ύφος τους. Κάποια στιγμή ο Τσιτσάνης του είπε: “Τι είναι αυτά ρε που γράφεις τελευταία; Δεν ακούγονται για λαϊκά. Όλο μάμπο και σουίνγκ, όλο μοντέρνα”. Ο Χιώτης εκνευρίστηκε και είπε στον Τσιτσάνη: “Ό,τι και να μου πεις, εγώ σε παίζω ολόκληρο πάνω στην κιθάρα μου”. “Κι εγώ σε παίζω ολόκληρο πάνω στο μπουζούκι μου”, απάντησε ο Τσιτσάνης. “Θα σου δείξω ποιος είναι ο Χιώτης”, είπε θυμωμένος ο Μανώλης και μέσα σε μια βδομάδα είχε έτοιμες δύο συνθέσεις του, δύο βαριά λαϊκά με κοινωνικό χαρακτήρα: “Σύρτε και φέρτε τον παπά” και “Τι θέλεις, μάνα δυστυχισμένη, κι όλο τον Χάρο παρακαλείς”. Τα τραγούδησε και τα δύο ο Τάκης Μπίνης κι έγιναν επιτυχίες της εποχής. Όταν βγήκαν τα τραγούδια, ο Χιώτης πήρε μαζί του τον δίσκο των 78 στροφών, τον πήγε στου “Μάριου”, τον έβαλαν στο πικάπ κι όλοι έμειναν ικανοποιημένοι από το βαρύ στυλ που έγραψε ο Χιώτης».
Το καφενείο είναι ταυτισμένο και με ένα περιστατικό που συντάραξε τον κόσμο του ρεμπέτικου. Στην διάρκεια του εμφυλίου η Σωτηρία Μπέλλου, η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ, είχε συλληφθεί το 1943 στην Καισαριανή από τους Γερμανούς από τους οποίους βασανίσθηκε επί 3 ημέρες στην Μέρλιν, είχε λάβει μέρος στις μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή και είχε κρατηθεί στην αρχή του εμφυλίου μαζί με άλλους αριστερούς και κομμουνιστές στο υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου, στο καμοπαρέ “Κιτ Κατ”, τραγουδούσε με τον Τσιτσάνη στο μαγαζί του “Τζίμη του Χοντρού”. Εκεί το 1946 μπήκε ένα βράδυ μια παρέα από χίτες και της ζήτησαν να πει το «Του αετού ο γιός». Η Μπέλλου απάντησε “Α πάενε ρε” και τότε οι χίτες της όρμηξαν και την ξυλοφόρτωσαν. “Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί” ανέφερε η ίδια για το περιστατικό. Μετά το περιστατικό τσακώθηκε με τον Τσιτσάνη ήταν ομηρικός και η συνεργασία τους διεκόπη. Ο Τσιτσάνης συνεργάστηκε τότε με τη Μαρίκα Νίνου, η οποία του επέβαλε με ποιές θα εμφανιζόταν και με ποιές όχι. Έτσι, απαίτησε να μην υπάρχουν πια στο σχήμα οι άλλες τραγουδίστριες, όπως η Μπέλλου και η περίφημη τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ. Από εκείνη τη στιγμή η Νίνου έγινε θανάσιμος εχθρός της Μπέλλου. Η τελευταία ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση και διεμήνυσε πως αν έβρισκε μπροστά της τη Νίνου, θα την έσπαγε στο ξύλο. Όλοι ήξεραν το ταμπεραμέντο της Μπέλλου, όμως κανείς δεν πίστεψε ότι θα έκανε πράξη την απειλή της. Κάποια ημέρα η Μπέλλου δέχτηκε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα. Η άγνωστη φωνή την ενημέρωσε ότι εκείνη τη στιγμή η Μαρίκα Νίνου βρισκόταν στου Μάριου. Η Μπέλλου εισέβαλε μετά από λίγο στου Μάριου, επιτέθηκε στη Νίνου και την χτύπησε τη Νίνου τόσο που την έστειλε στο νοσοκομείο. Μετά από πολλά χρόνια, σε μία της συνέντευξη η Σεβάς Χανούμ άφησε να εννοηθεί ότι ήταν αυτή που είχε ειδοποιήσει την Μπέλλου.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.