Στα τέλη Μαρτίου του 1943, λίγο πριν συμπληρωθούν τρία χρόνια κατοχής από τους Γερμανούς, μια νέα εταιρία παραγωγής, η Φίνος Φιλμ, κάνει ένα ηχηρό «μπαμ», παρουσιάζοντας μόλις τη δεύτερη ομιλούσα ελληνική ταινία, της οποίας ο ήχος είναι επεξεργασμένος στην Ελλάδα. Ανέλπιστα εντελώς, το ελληνικό κοινό καλωσόρισε μια άψογη τεχνικά ελληνική ταινία για τα δεδομένα της εποχής. «Η Φωνή της Καρδιάς» σήμανε την αφετηρία μίας παραμυθένιας ιστορίας. Γιατί, όπως τα παραμύθια περνάνε από γενιά σε γενιά και γίνονται μέρος μιας μαζικής κουλτούρας, στεριώνουν στο συλλογικό υποσυνείδητο και τα ακούμε πάντα με την προσήλωση που είχαμε την πρώτη φορά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταινίες της Φίνος Φιλμ. Ταινίες που αποτελούν ένα σπουδαίο και ζωντανό κομμάτι του νεοελληνικού πολιτισμού μας, και τις απολαμβάνουμε με την ίδια χαρά σαν να είναι η πρώτη φορά.
Μετά τη μεγάλη επιτυχία, ο Φίνος πήρε θάρρος και έβαλε πλώρη για τη δεύτερη ταινία «Η Βίλλα με τα Νούφαρα», με σκηνοθέτη πάλι τον Δημήτρη Ιωαννόπουλο. Μέχρι την προβολή της, όμως, στους κινηματογράφους, τον Μάρτιο του 1945, είχαν μεσολαβήσει η σύλληψη του Φίνου και του πατέρα του από τους Γερμανούς, η εκτέλεση του πατέρα του, η απελευθέρωση και τα αιματηρά Δεκεμβριανά του 1944 στην Αθήνα. Γεγονότα, που καθυστέρησαν σημαντικά την ολοκλήρωση της ταινίας.
Το 1946 είναι η χρονιά που ο Γιώργος Τζαβέλλας, ο σκηνοθέτης που είχε καταπλήξει με την ταινία «Χειροκροτήματα» δύο χρόνια πριν, αρχίζει να συνεργάζεται με τον Φίνο. Γυρίζουν μαζί την ταινία «Πρόσωπα Λησμονημένα», ενώ την ίδια χρονιά προβάλλεται και η πρώτη κωμωδία της Φίνος Φιλμ με τίτλο «Παπούτσι από τον Τόπο σου» (1946). Ο Αλέκος Σακελλάριος, γνωστός και καταξιωμένος σεναριογράφος, πήγε ένα σενάριο στον Φίνο, ο οποίος τον έχρισε και σκηνοθέτη πιστεύοντας στις ικανότητές του.
Το 1947 ο Σακελλάριος θα σκηνοθετήσει την αισθηματική ταινία «Μαρίνα» σε σενάριο δικό του και του Χρήστου Γιανακόπουλου, ενώ την επόμενη χρονιά θα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τη θεατρική επιτυχία «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται». Μια ταινία σταθμός, αφού εντυπωσίασε με την τεχνική αρτιότητά της, τη σύγχρονη φωνοληψία και βεβαίως το σενάριό της, με το οποίο δινόταν σαφές μήνυμα για ομοψυχία εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Πέρα όμως από όλα αυτά, έβαλε την πινελιά του ο σπουδαίος κωμικός, Βασίλης Λογοθετίδης, με την έξοχη ερμηνεία του.
Η δεκαετία θα κλείσει με άλλες δύο ταινίες, αμφότερες του Νίκου Τσιφόρου: «Χαμένοι Άγγελοι» (1948) και «Τελευταία Αποστολή» (1949). Στη μεν πρώτη έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της η Ειρήνη Παππά, ενώ η δεύτερη έγραψε ιστορία, όντας η πρώτη ελληνική ταινία που είχε την τιμή να ταξιδέψει στις Κάννες το 1951. Κι όμως, η ταινία παρά λίγο να στοιχίσει στον Φίνο ακόμα και την προσωπική του ελευθερία. Λογοκρίθηκε επειδή στο σενάριο η σύζυγος Έλληνα αξιωματικού είχε συνάψει σχέση με Γερμανό τον καιρό της κατοχής, κάτι που θεωρήθηκε ανήκουστο και προδοτικό! Η λογοκρισία αποτέλεσε τεράστιο εμπόδιο, τόσο για τον Φίνο, όσο για όλους τους παραγωγούς και τους σεναριογράφους, μέχρι και το 1974, όταν και εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας η σύγχρονη δημοκρατία.
Στο κατώφλι της δεκαετίας του ’50, την ώρα που η Ελλάδα προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της από τον εμφύλιο πόλεμο, έρχεται μια ταινία να ταράξει τα νερά του εγχώριου κινηματογράφου και να καταγραφεί ως η ταινία που τον ενηλικίωσε. Είναι ο θρυλικός «Μεθύστακας» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, στην οποία ο Ορέστης Μακρής αφήνει εποχή με την ερμηνεία του ως ο δραματικός πατέρας που έχει χάσει τον γιο του στον πόλεμο, και λίγο αργότερα τη γυναίκα του από τη στενοχώρια της, και βρίσκει παρηγοριά στο κρασί μεθοκοπώντας αδιάκοπα.
Ο «Μεθύστακας» άγγιζε τη συλλογική λαϊκή μνήμη με μία συναισθηματική ιστορία που είχε τις καταβολές της από την ελληνική πραγματικότητα, όπου τόσες οικογένειες είχαν θρηνήσει τον χαμό των παιδιών τους στον πόλεμο. Ο Τζαβέλλας επεξεργάζεται με μαεστρία το λαϊκό υποσυνείδητο και τους ηθικούς κώδικες που διέπουν τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα, και παρουσιάζει ένα μελόδραμα με πρωτότυπα στοιχεία, που θα αποτελέσουν πρότυπα για πολλά χρόνια στα ελληνικά μελοδράματα. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας το γυρίζει στην Πλάκα, όπου και απεικονίζεται η κοινωνική σύνθεση των κατοίκων της περιοχής και η ατμόσφαιρά μιας λαϊκής γειτονιάς, καθώς τα πλάνα του ξεφεύγουν από την καθιερωμένη θεατρική μονοδιάστατη κινηματογράφηση. Όλη η κινηματογραφική αφήγηση, μαζί με την τεχνική αρτιότητα που χαρακτήριζε τις ταινίες του Φίνου, συνέθεταν μία δημιουργία με υψηλή στάθμη κινηματογραφικής τέχνης και τεχνικής, και σενάριο με προδιαγραφές για εμπορική επιτυχία. Η απήχηση ήταν τεράστια, μεγαλύτερη από κάθε προσδοκία με 304.438 εισιτήρια που κόπηκαν σε πρώτη προβολή στο κέντρο της Αθήνας. Ρεκόρ που κράτησε για δύο δεκαετίες. Η επιρροή του «Μεθύστακα» στην εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου ήταν καθοριστική. Το σινεμά γινόταν πλέον ο βασικός πυλώνας του λαϊκού θεάματος και οι δύσπιστοι επιχειρηματίες δεν θα διστάζουν πια να επενδύουν σε αυτόν. Παράλληλα, η Φίνος Φιλμ εδραίωνε την ισχύ της σαν εταιρία παραγωγής και ο Φίνος είχε κάθε λόγο να είναι αισιόδοξος για τη συνέχεια. Προς το τέλος της χρονιάς προβάλλεται και η δεύτερη κωμωδία «Έλα στον Θείο» του Νίκου Τσιφόρου, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, με τη Σπεράντζα Βρανά, τον Νίκο Σταυρίδη και τον Μίμη Φωτόπουλο να κλέβουν την παράσταση.
http://finosfilm.com
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.