Κηφισιᾶς 160 […] Καί ἡ ἅμαξα κατά τό ἥμισυ ἀνοικτή τώρα ἐρρίφθη ταχεῖα πρός την όδόν Σταδίου.
Πρό ὀλίγου εἶχε παύσει ἡ βροχή καί εἰς τόν οὐρανόν ἔλαμπεν ἡ σελήνη. Ἡ ἀτμοσφαῖρα εἶχε τήν διαύγειαν τήν ὁποίαν μόνον εἰς τάς Ἀθήνας μέ τόν βορρᾶν ἠμπορεῖ ν’ ἀπαντήσῃ κανείς. Ὁ καιρός ὅμως ἦτο ψυχρότατος. Ἡ όδός Σταδίου ἐξετείνετο ἐρημος καί ποῦ καί ποῦ μόλις ἐφαίνετο μία σκιά διαβατική, σπεύδουσα νά προστατευθῇ ὑπό στέγην. Οἱ φρουροί ἀστυφύλακες χωσμένοι εἰς τάς παραστάδας τῶν θυρῶν, εἶχαν τόσην ἀκαμψίαν καί ἀκινησίαν ἀπό τό ψῦχος, ὥστε θά τούς ἐνόμιζε κανείς μαρμαρωμένους φύλακας ἀσφαλείας, τήν ὁποίαν κανείς δέν εἶχε τήν δύναμιν νά προσβάλῃ.
Ἡ ἅμαξα ἐπερνοῦσε τώρα πρό τῶν καφενείων τῆς πλατείας Συντάγματος, γεμάτων ἀπό θαμῶνας, οἱ ὁποῖοι ἐπήγαιναν ἐκεῖ διά νά ζεσταθοῦν καί νά περάσουν ὀλίγας ὥρας ἀπό τήν ἀτελείωτον χειμερινήν νύκταν. Ὁ Βάρδας ἔρριψεν ἕνα βλέμμα πρός τά καφενεῖα αὐτά. Τά τζάμια ὅμως ἦσαν θολά ἀπό τήν θερμότητα την ἐντός καί τό ἔξω ψῦχος καί οἱ θαμῶνες μόλις διεκρίνοντο ὡς ἀόριστοι σκιαί.
Ἔρημος ἀπολύτως καί ἡ ὁδός Κηφισιᾶς. Ἡ σελήνη διερχομένη διά μέσου τῶν πιπεριῶν ἐφώτιζε τά πεζοδρόμια ξηρότατα καί τόν δρόμον ῥιγηλῶς λευκόν καί προσέδιδε μίαν φασματώδη ἀστάθειαν γραμμῶν εἰς τά λευκά μέγαρα. Ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν μία ἐλαφρά πνοή τοῦ βορρᾶ ἐρχομένη ἀπό πολύ μακράν ἔκαμνε τά δένδρα νά φρικιοῦν καί νά τινάσσουν μέ ῥῖγος τούς κλάδους των. Δεξιᾷ ὁ Βασιλικός Κῆπος ὕψωνε πρός τήν σελήνην μαύρας ἀνωμάλους κορυφάς, προεχούσας ἀπό τόν κατάμαυρον καί ἀπέραντον ὄγκον.
Απόσπασμα από το αθηναϊκό μυθιστόρημα του Γ.Β. Τσοκόπουλου «Ψυχή» που εκδόθηκε το 1909. Αν θέλετε να το διαβάσετε, θα το βρείτε ΕΔΩ.
Διάβασα το μυθιστόρημα με την ελπίδα να βρω διάφορες πληροφορίες για την Αθήνα των αρχών του 20ου αιώνα. Δεν στάθηκα πολύ τυχερή. Ξεχώρισα όμως την παραπάνω περιγραφή.
Η οδός Γεωργίου Α, η πλατεία Συντάγματος και τα ανάκτορα γύρω στο 1900.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο Βάρδας, ξεκίνησε από την οδό Σταδίου, έφτασε στην πλατεία Συντάγματος, ανέβηκε την οδό Βασιλέως Γεωργίου Α και βγήκε στη λεωφόρο Κηφισιάς. Παλιά η λεωφόρος Κηφισιάς τονιζόταν στη λήγουσα και άρχιζε από τη λεωφόρο Αμαλίας.
Τον Ιανουάριο του 1933, αφού τελέστηκε μνημόσυνο επί τη συμπληρώσει ενός έτους από του θανάτου της αειμνήστου και πολυκλαύστου βασίλισσας Σοφίας, το τμήμα της λεωφόρου Κηφισιάς μέχρι την λεωφόρο Αλεξάνδρας μετονομάστηκε σε Βασιλίσσης Σοφίας. Η μετονομασία έγινε «εν μια νυκτί και μόνη», όπως έγραψε μέρος του τύπου. Δεν είχε άδικο. Μπορεί το δημοτικό συμβούλιο να είχε αποφασίσει τη μετονομασία καιρό πριν, αλλά οι πινακίδες άλλαξαν μέσα σε μια νύχτα. Συγκεκριμένα στις 18 Ιανουαρίου οι πινακίδες έγραφαν λεωφόρος Κηφισιάς και στις 19 Ιανουαρίου το πρωί έγραφαν λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας.
Οι βενιζελικοί είχαν την ελπίδα ότι η μετονομασία δεν θα διαρκούσε για πολύ, γιατί και παλιότερα η λεωφόρος Κηφισιάς είχε μετονομαστεί σε λεωφόρο Διαδόχου Κωνσταντίνου, αλλά κανείς δεν την έλεγε έτσι και τελικά επανήλθε στο αρχικό της όνομα. Δεν έγινε όμως το ίδιο με τη μετονομασία του ’33.
Με την ευκαιρία, ας μετρήσουμε κεντρικούς αθηναϊκούς δρόμους που τιμούν εστεμμένους. Η λεωφόρος Βασιλίσσης Όλγας συναντιέται στην Πύλη του Αδριανού με τη Βασιλίσσης Αμαλίας, στην οποία βγαίνουν η Όθωνος και η Γεωργίου Α στο ύψος της Βουλής, όπου και ενώνεται με τη Βασιλίσσης Σοφίας, η οποία στο ύψος του Ευαγγελισμού συναντιέται με τη Βασιλέως Κωνσταντίνου και τη Βασιλέως Αλεξάνδρου, και τελειώνει στη συμβολή της με την Αλεξάνδρας.
Το 1910 στο οδόστρωμα της λεωφόρου Αλεξάνδρας συναντούσες τραμ, ανθρώπους και κότες αλανιάρες.
Την εποχή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα από την ταράτσα του πλούσιου μεγάρου στο νούμερο 160 της οδού Κηφισιάς φαινόταν ο Υμηττός και η πεδιάδα μπροστά του ήταν «γυμνή και ξηρά». Επιπλέον ο συγγραφέας δίνει την πληροφορία ότι η λεωφόρος στολιζόταν με πιπεριές.
Οι πιπεριές ήταν τα δέντρα που στόλισαν και σκίασαν τους αθηναϊκούς δρόμους επί εκατό χρόνια. Η εκλογή της πιπεριάς για δεντροστοιχίες ήταν πολύ επιτυχής, γιατί είναι φυτό που αναπτύσσεται γρήγορα, αειθαλές, αντέχει στην ξηρασία, στις μεγάλες ζέστες και στα μεγάλα κρύα. Επιπλέον τα φύλλα της είναι κολλώδη και η δυσάρεστη μυρωδιά τους απέτρεπε τις υπερβολές των φιλανθών Αθηναίων και των λαίμαργων υποζυγίων.
Στη δεκαετία του ’50, που η λειψυδρία ήταν πια παρελθόν για την Αθήνα, οι πιπεριές άρχισαν να κόβονται και να ξεριζώνονται για ν’ αντικατασταθούν από νεραντζιές.
Τέτη Σώλου
Απρίλιος 2018