Ένα από μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1943 δυνάμεις της «Βέρμαχτ» σκότωσαν σχεδόν όλους τους άρρενες κατοίκους των Καλαβρύτων, σε αντίποινα για την εκτέλεση αιχμαλώτων Γερμανών στρατιωτών από τον ΕΛΑΣ.
Το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής είχαν αυξηθεί δραματικά οι ακρότητες των κατακτητών, καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από την ελληνική αντίσταση και οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν για να ελέγχουν τη χώρα. Η τύχη των Καλαβρύτων φαίνεται να προδιαγράφτηκε μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής (20 Οκτωβρίου 1943), κατά την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες Γερμανοί στρατιώτες και αιχμαλωτίστηκαν 78.
Ο υποστράτηγος Καρλ φον Λε Ζουίρ
Ο γερμανός στρατηγός με τις αριστοκρατικές ρίζες, έχοντας πληροφορηθεί την εκτέλεση των 78 γερμανών αιχμαλώτων από τους αντάρτες, διέταξε τους άνδρες του να μην διστάσουν να λάβουν τα πιο σκληρά αντίποινα εναντίον του άμαχου πληθυσμού της περιοχής. Ήταν, άλλωστε, πρακτική των αρχών κατοχής να εκτελούν για κάθε σκοτωμένο γερμανό στρατιωτικό πολλαπλάσιους έλληνες αμάχους.
Στις 9 Δεκεμβρίου έφθασαν στα Καλάβρυτα, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη. Καθησύχασαν τους κατοίκους, διαβεβαιώνοντας ότι στόχος τους ήταν αποκλειστικά η εξόντωση των ανταρτών και μάλιστα ζήτησαν από όσους την είχαν εγκαταλείψει να επιστρέψουν άφοβα πίσω στα Καλάβρυτα. Για να τους πείσουν ακόμη περισσότερο προχώρησαν στην πυρπόληση σπιτιών, που ανήκαν σε αντάρτες, και αναζήτησαν την τύχη των γερμανών τραυματιών της μάχης της Κερπινής.
Έξαφνα, όμως, το πρωί της Δευτέρας 13 Δεκεμβρίου συγκέντρωσαν όλο τον πληθυσμό στην κεντρική πλατεία και οδήγησαν τον άρρενα πληθυσμό άνω των 13 ετών σε μια επικλινή τοποθεσία, που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή», ενώ τα γυναικόπαιδα τα κλείδωσαν στο σχολείο. Στη ράχη του Καπή εκτυλίχθηκε τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες η τραγωδία, που οδήγησε σχεδόν όλο τον άρρενα πληθυσμό των Καλαβρύτων στο θάνατο. Με ριπές πολυβόλων οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους συγκεντρωμένους, γύρω στους 800 ανθρώπους. Μόνο 13 Καλαβρυτινοί διασώθηκαν και αυτοί επειδή είχαν καλυφθεί από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους θεώρησαν νεκρούς. Το σήμα για την εκτέλεση έδωσε με φωτοβολίδα από το κέντρο των Καλαβρύτων ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ και επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος ήταν ο υπολοχαγός Βίλιμπαντ Ακαμπχούμπερ.
Το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την πυρπόληση όλων σχεδόν των σπιτιών των Καλαβρύτων. Όσον αφορά την τύχη των γυναικόπαιδων, αυτά σώθηκαν χάρη στον ανθρωπισμό ενός Αυστριακού στρατιώτη, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξή τους. Αυτός άφησε ελεύθερη την είσοδο του σχολείου και διευκόλυνε την απομάκρυνσή τους. Όμως, το πλήρωσε με τη ζωή του, αφού καταδικάσθηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Συνολικά, κατά τη διάρκεια της «Επιχείρησης Καλάβρυτα», οι Γερμανοί σκότωσαν 1.101 άτομα, κατέστρεψαν και λεηλάτησαν πάνω από 1.000 σπίτια, κατάσχεσαν 2.000 αιγοπρόβατα και απέσπασαν 260.000.000 δραχμές.
Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη. Ο στρατηγός Λε Ζουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1954, ο Εμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο και ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972, σε ηλικία 67 ετών. Μόνο ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάσθηκε το 1948 σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για όλα τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, αλλά μετά από τρία χρόνια αφέθηκε ελεύθερος. Στις 18 Απριλίου του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάνες Ράου (1931-2006), επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε τη βαθιά θλίψη του για την τραγωδία. Εντούτοις, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.
Εκτέλεσαν σχεδόν όλους τους άντρες των Καλαβρύτων σε αντίποινα για την εκτέλεση 78 Γερμανών αιχμαλώτων από τον ΕΛΑΣ μετά τη μάχη της Κερπίνης.
Το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων έγινε στο πλαίσιο της «Επιχείρησης Καλάβρυτα» («Unternehmen Kalavryta») που είχε σκοπό την εξόντωση των ανταρτών στην ευρύτερη περιοχή.
Την εκτέλεση της αποστολής ανέλαβε ο υποστράτηγος Καρλ φον Λε Ζουίρ ο οποίος ήταν επικεφαλής των μονάδων της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, που έδρευε στην Πελοπόννησο. Οι άντρες του είχαν εντολή να μη δείξουν κανένα έλεος.
Από την αρχή του μήνα, οι Γερμανοί πλησίαζαν τα Καλάβρυτα και έκαιγαν όσα χωριά έβρισκαν στο διάβα τους. Όταν έφτασαν στο χωριό καθησύχασαν τους πολίτες, λέγοντας ότι δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο, καθώς στόχος τους ήταν οι αντάρτες. Ωστόσο, το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου τούς κάλεσαν στο δημοτικό σχολείο του χωριού. Στη συνέχεια οδήγησαν τους άντρες άνω των 13 ετών σε έναν λόφο που ονομαζόταν «Ράχη του Καπή».
Σύμφωνα με μία μαρτυρία: «Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάν οι καμπάνες. Είπανε να μαζευτούν όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία. Μας είπαν να πάρουμε μαζί μας ψωμί για μία ημέρα και μία κουβέρτα ο καθένας. Ξεκινήσαμε να πάμε στην πλατεία. Στο δρόμο συναντούσαμε και άλλους ανθρώπους. Είχε μία ομίχλη που δεν την είχα ξαναδεί στα Καλάβρυτα. Να ήταν 7:00, να ήταν 8:00, το πρωί δεν ξέρω, γιατί αμέσως ετοιμαστήκαμε και αρχίσαμε να βγαίνουμε. Περπατούσαμε σαν μπουλούκια, δηλαδή έβλεπες τον παππού με τα δυο εγγόνια, έβλεπες τον πατέρα, έβλεπες την μάνα με τα μωρά, όλους στο δρόμο».
Ο ταγματάρχης Χανς Εμπερσμπέργκερ έριξε μια φωτοβολίδα από το κέντρο του χωριού που σηματοδοτούσε την έναρξη της εκτέλεσης. 800 άνθρωποι πυροβολήθηκαν με πολυβόλα όπλα και βρήκαν τραγικό θάνατο. Οι μοναδικοί που επέζησαν ήταν 13 Καλαβρυτινοί οι οποίοι καλύφθηκαν από τα πτώματα των συμπολιτών τους και οι Γερμανοί τους πέρασαν για νεκρούς.
Ακολούθησε η πυρπόληση των σπιτιών και του δημοτικού σχολείου όπου βρίσκονταν τα γυναικόπαιδα. Ο Αλέξης Μασούλας ο οποίος το 1943 ήταν 5 ετών είχε περιγράψει εκείνη την εφιαλτική ημέρα: «Μπήκαμε στο σχολείο και μας έκλεισαν εκεί. Τους άντρες, όπως μάθαμε αργότερα, τους ανέβασαν ψηλά, στον τόπο της εκτέλεσης. Ισως φοβούμενοι τους αντάρτες, κράτησαν εμάς κλεισμένους σαν αιχμαλώτους. Δεν είχαμε ιδέα τι θα συμβεί. Σύντομα άρχισαν να μας πνίγουν πυκνοί καπνοί. Επικράτησε πανικός. Μετά από λίγο άρχισε να καίγεται και το πάτωμα. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να βάλουν φωτιά και στο σχολείο με τα γυναικόπαιδα. Αυτό δεν έχει ακουστεί. Θυμάμαι γυναίκες να πηδούν από τα παράθυρα, να πετούν τα παιδιά τους για να τα σώσουν. Νομίζαμε ότι θα πεθάνουμε μέχρι που κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα από την πίεση. Ο φρουρός δεν αντέδρασε. Κανείς δεν ξέρει γιατί. Εγώ με την θεία μου και μια ψυχοκόρη που είχε, λίγο μεγαλύτερη από εμένα, κρυφτήκαμε σε ένα χαντάκι. Βλέπαμε όλα τα σπίτια στα Καλάβρυτα να καίγονται».
Αργότερα, οι γυναίκες και τα παιδιά ανέβηκαν στον λόφο για να βρουν τους συγγενείς τους. Όπως είχε αναφέρει ο Αλέξης Μασούλας: «Οι γυναίκες που έφτασαν στον τόπο της σφαγής τσαλαβουτούσαν ανάμεσα σε πτώματα για να βρουν τους δικούς τους. Θυμάμαι γυναίκες να μαζεύουν κομμάτι κομμάτι τα σώματα των αγαπημένων τους προσώπων. Εμένα η θεία μου δεν με άφησε να μπω ανάμεσα στα πτώματα. Οι σκηνές όμως δεν σβήνουν. Ο θείος μου ήταν κάτω από πολλά άψυχα σώματα με τρεις ή τέσσερις σφαίρες στο πρόσωπό και την καρωτίδα. Είχαμε μαζί μας μια κουβέρτα, τον τυλίξαμε και κατεβήκαμε στο νεκροταφείο. Έκανε φοβερό κρύο και το χώμα ήταν παγωμένο όμως έπρεπε να τον θάψουμε. Όλες οι γυναίκες έσκαβαν με τα χέρια και με κάποιες μυτερές πέτρες. Μείναμε τρία με τέσσερα βράδια στο νεκροταφείο για να μην έρθουν τα τσακάλια και ορμήσουν στα πτώματα. Κάθε γυναίκα έθαβε τους δικούς της, τον άντρα της, τα παιδιά της. Άκουγες έναν συνεχή θρήνο, άναρθρες κραυγές και κατάρες».
https://www.sansimera.gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.