Ένα απ’ τα χειρότερα πράγματα που μας κληροδοτεί το πέρασμα του χρόνου είναι το γεγονός ότι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη θνητότητα –με το «μη είναι». Μεγαλώνοντας, χάνουμε ανθρώπους απ’ τη ζωή μας -ανθρώπους απ’ αυτούς για τους οποίους λέγαμε «δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα».
Αν έχετε χάσει κάποιον δικό σας άνθρωπο, ξέρετε πολύ καλά ότι η παρηγοριά των φίλων ίσως λειτουργήσει επικουρικά, αλλά σίγουρα δεν θα είναι θεραπευτική. Αν και κλισέ, θα το πούμε, πολύ απλά γιατί έτσι είναι: ο θεράπων ιατρός είναι ο χρόνος και μόνο αυτός. Ωστόσο, όλοι κάποτε χρειάζεται να στηρίξουμε έναν δικό μας άνθρωπο που παλεύει με τη συνειδητοποίηση της απώλειας κάποιου αγαπημένου του κι αργότερα με την καινούρια ζωή –αυτήν που δεν τον περιλαμβάνει και μοιάζει ξένη κι άδεια κι άδικη.
Κι όσο συναισθηματικός, τρυφερός, δοτικός και πλήρης ενσυναίσθησης κι αν είσαι, μπροστά στο αναπόφευκτο και το τελεσίδικο του θανάτου, θα σταθείς αμήχανος σαν παιδί σε καινούριο σχολείο και κάθε ευγλωττία θα πάει περίπατο. Κανείς δεν μπορεί να υποδείξει τι ακριβώς πρέπει να πεις σε έναν άνθρωπο που πενθεί.
Αυτό που μπορούμε όμως να πούμε, είναι ότι τις παρακάτω φράσεις καλό είναι να τις καταπιείς, γιατί δεν βοηθούν καθόλου.
«Σκέψου θετικά»
Ακόμα κι αν ο άνθρωπος που έφυγε ήταν μεγάλος και ταλαιπωρημένος από κάποια ασθένεια, οι θετικές σκέψεις δεν χωρούν εύκολα στο μυαλό του ανθρώπου που μένει πίσω –τουλάχιστον όχι στην αρχή. Τι θετικό να βρεις μπροστά στην απώλεια του γονιού σου; Κι ακόμα κι αν μπορέσεις τελικά να φωτίσεις τα όποια θετικά σημεία του τέλους του –όπως, για παράδειγμα, ότι σταμάτησε να υποφέρει, αν πονούσε- θα το κάνεις αφού πρώτα «αγκαλιάσεις» τον πόνο, κλάψεις, θρηνήσεις και ξεσπάσεις.
«Σε λίγο καιρό θα νιώσεις καλύτερα»
Δεν είναι ότι δεν ισχύει –το είπαμε και πιο πάνω: ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Είναι ότι αφενός δεν βοηθάει καθόλου να το πεις κι αφετέρου το «σε λίγο καιρό» είναι φοβερά σχετικό. Όπως γράφει η ψυχολόγος Kristin A. Meekhof, που έχασε αιφνίδια τον άντρα της: «Έχοντας μιλήσει με περισσότερες από 100 χήρες για τις ανάγκες του βιβλίου μου, μπορώ με σιγουριά να πω ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για την επούλωση των πληγών». Υπάρχουν άνθρωποι που νιώθουν ενοχικά στο άκουσμα και μόνο του «θα είσαι πολύ καλύτερα» και γι’ αυτούς, τέτοιου είδους ατάκες/ συμβουλές κάθε άλλο παρά βοηθούν.
«Ήταν πολύ μεγάλος ούτως ή άλλως»
Εδώ, τα πολλά λόγια περιττεύουν: ίσως η μαμά ή ο μπαμπάς κάποιου να «έφυγε» στα 90 και, πράγματι, να ήταν πλήρης ημερών. Αυτό όμως δεν καθιστά με κανέναν τρόπο ευκολότερη την διαχείριση της απώλειας. Όταν «φεύγει» ένας δικός σου άνθρωπος λυπάσαι που δεν είναι πια στη ζωή, που δεν θα δει τα επόμενα καλοκαίρια, που δεν θα είναι δίπλα σου στις επόμενες γιορτές, που δεν πρόλαβες να πεις όσα θα ήθελες και που δεν πρόλαβε να κάνει όσα ήθελε. Κι η ηλικία αυτό δεν το αλλάζει καθόλου.
«Όλα γίνονται για έναν λόγο…»
Μπορεί η αμηχανία να μας οδηγεί σε γενικόλογα κλισέ χωρίς καμία κακή πρόθεση, όμως ο άνθρωπος που θρηνεί, έχει πολλές μαύρες μέρες να αντιμετωπίσει και μια τέτοιου είδους φιλοσοφική παρατήρηση δεν έχει τίποτα απολύτως να προσφέρει. Είναι σαν να του λες «Μη στεναχωριέσαι. Ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει εδώ και εκατομμύρια χρόνια»: αλήθεια είναι, αλλά… ε, και;
«Κι εγώ, όταν πέθανε ο πατέρας μου…»
Ενώ πολύ συχνά το να μοιραστείς την ιστορία σου μπορεί να λειτουργήσει ενωτικά, παρηγορητικά και ελπιδοφόρα, πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα προσεκτικός με τη στιγμή που διαλέγει να την κάνει/πει/ μοιραστεί. Ειπωμένη σε μια ακατάλληλη στιγμή, η προσωπική μαρτυρία μπορεί να δώσει την εντύπωση εγωκεντρισμού κι όχι άδικα, αφού μοιάζει σαν να καπηλεύεται κανείς τον πόνο κάποιου για να βγει κι αυτός για λίγο… στο σανίδι.
«Καταλαβαίνω ότι πονάς, αλλά μην κάνεις έτσι»
Αν για ένα πράγμα δικαιούται κανείς να κάνει «έτσι», δηλαδή να υπερβάλει, να χάνει τον έλεγχο και να καταρρέει, είναι ο θάνατος ενός δικού του προσώπου. Η διαχείριση της απώλειας είναι τεράστια υπόθεση και σε αρκετές περιπτώσεις χρειάζεται η συμβολή ειδικού. Ωστόσο, τουλάχιστον στη αρχή, ο άνθρωπος που μένει πίσω έχει την ανάγκη να ξεσπάσει και κανείς δεν έχει οριστεί κριτής και κηδεμόνας του για να του πει ποιος είναι ο σωστός τρόπος να το κάνει.
Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και μόνο εξατομικευμένα μπορεί να δοθούν απαντήσεις σ’ αυτό το ζήτημα. Αυτό που μπορεί να κάνει όμως ο οποιοσδήποτε είναι να βρίσκεται εκεί. Μιλώντας ή σιωπώντας, κουβεντιάζοντας ή ακούγοντας. Μην θεωρείτε δεδομένο ότι η βοήθεια θα ζητηθεί –εμφανιστείτε και προσφέρετε τον εαυτό και την παρέα σας. Αναλάβετε, αν είναι δυνατόν, κάποια πρακτικά ζητήματα που μπορεί να αφορούν το νοικοκυριό, τα παιδιά ή τη δουλειά του ανθρώπου που πενθεί, για να μειώσετε όσο γίνεται το καθημερινό του στρες. Προσπαθήστε να είστε εκεί γύρω, όχι μόνο στην κηδεία, στο τραπέζι και τις πρώτες πέντε-δέκα μέρες, αλλά και όταν η ζωή θα συνεχιστεί –τότε που ίσως θα είναι ακόμα πιο δύσκολα.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.